Γεώργιος Τσολάκογλου (1886-1948).
Ένας πραγματικός Έλληνας ήρωας και πατριώτης.
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 συνέβαλε ως αντιστράτηγος και διοικητής του Γ' Σώματος στρατού, επιτυγχάνοντας σπουδαίες νίκες κατά των εχθρικών στρατευμάτων (ειδικά μετά την επίθεση των Ιταλών κατά τη μάχη του Μόραβα).
Πολέμησε με αυταπάρνηση επί έξι μήνες, τόσο τα ιταλικά φασιστικά στρατεύματα, όσο και τα γερμανικά, τιμώντας στο έπακρο το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου. Όμως μετά τη γερμανική επίθεση, τη διείσδυση της Βέρμαχτ στη Θεσσαλονίκη και την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από το αλβανικό μέτωπο, ο Τσολάκογλου σωφρόνως έκρινε ότι κάθε περαιτέρω αντίσταση θα ήταν μάταιη.
Προτάσσοντας λοιπόν το εθνικό συμφέρον και λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελληνική κοινωνία δεν θα άντεχε τη συνέχιση της αντιπαράθεσης με μια πολύ υπέρτερη δύναμη, αποφάσισε μαζί με άλλους ανώτερους αξιωματικούς του στρατού τη συνθηκολόγηση, χωρίς έγκριση της προϊσταμένης τους Αρχής. (Και αυτό παρά το ότι στην ειδική σύσκεψη αντιστράτηγων που είχε γίνει στην Αθήνα ένα μήνα πριν φαινόταν αδιάλλακτος και είχε ταχθεί στη συνέχιση του αγώνα με κάθε κόστος.)
Τελικά στις 20 Απριλίου 1941 ο Τσολάκογλου υπέγραψε στο Μέτσοβο πρωτόκολλο ανακωχής με τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Ες-Ες, υποστράτηγο Γιόζεφ Ντήτριχ. Είχε φροντίσει προηγουμένως να καταργήσει πραξικοπηματικά τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ιωάννη Πιτσίκα, αναλαμβάνοντας ο ίδιος να υπογράψει στη θέση του.
Την επομένη, στις 21 Απριλίου, ο Τσολάκογλου υπέγραψε στη Λάρισα την άνευ όρων παράδοση του ελληνικού στρατού στους Γερμανούς, αφού αυτό επέτασσε το "κράτος βίας" που του είχε επιβληθεί.
Οι τζίφρες συνέχισαν να πέφτουν, όταν στις 23 Απριλίου αναγκάστηκε να υπογράψει στην Θεσσαλονίκη και τρίτο πρωτόκολλο με τον Γερμανό στρατηγό Άλφρεντ Γιοντλ και τον Ιταλό στρατηγό Αλμπέρτο Φερρέρο, για να ικανοποιηθεί και το γόητρο των Ιταλών.
Τρεις μέρες μετά τη γερμανική εισβολή στην Αθήνα, ο Τσολάκογλου ορκίστηκε πρωθυπουργός με τη σύμφωνη γνώμη των κατοχικών δυνάμεων.
Σκοπός του ήταν να διαχειριστεί τις νέες συνθήκες προσφέροντας τα μέγιστα στην προστασία του ελληνικού πληθυσμού παρά τους επονείδιστους όρους της συνθηκολόγησης. Η συνθηκολόγηση και η ανάληψη της πρωθυπουργίας επί γερμανικής κατοχής σαφώς δεν εκπορεύονταν από φιλογερμανισμό ή φιλοναζισμό, αλλά από το πατριωτικό του καθήκον. Το ότι αποδέχτηκε όλα εκείνα τα οποία πολέμησε με αυτοθυσία ο ελληνικός λαός δεν αναιρεί τις προσπάθειές του 6 μηνών στο αλβανικό μέτωπο.
Άλλωστε το δίλημμα ήταν αμείλικτο: ή αποδοχή της κατοχής ή καταστροφή. Προτίμησε το πρώτο, καθώς το δεύτερο θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες στις σχέσεις του ελληνικού πληθυσμού με τον κατοχικό στρατό των Γερμανών εταίρων.
Η διατήρηση της κατοχικής κυβέρνησης της "Ελληνικής Πολιτείας" στην εξουσία ήταν προτιμότερη από την απευθείας ανάθεση της διακυβέρνησης π.χ. στον Κάιτελ. Όποιος ισχυριζόταν ότι η προστασία της κοινωνίας δε συμβαδίζει με τη δουλοπρεπή διαχείριση του κατοχικού πλιατσικολογήματος, ήταν νοσταλγός του Μεταξά και της 4ης Αυγούστου καθώς επιθυμούσε την επιστροφή της χώρας στην προκατοχική περίοδο.
Σε καμιά περίπτωση ο Τσολάκογλου δεν ήταν λιγότερο πατριώτης από κάτι άλλους ανεύθυνους που πήραν τα βουνά και διακινδύνευσαν την εκδικητικότητα των κατακτητών σε βάρος του άμαχου πληθυσμού. Άλλωστε η Ιστορία, αν κάποιον έχει κατατάξει στο πάνθεον των πατριωτών, είναι τον υπεύθυνο και ρεαλιστή Τσολάκογλου. Στο κάτω-κάτω, αντιστάθηκε στους εισβολείς για έξι ολόκληρους μήνες και παρέδωσε τη χώρα μόνο όταν δεν υπήρχε άλλο διέξοδο. Τι παραπάνω μπορούσε να κάνει;
Όπως αποσαφήνισε αργότερα και στα απομνημονεύματά του:
Ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος: Ή ν' αφήσω να συνεχισθή ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα, ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατού ν' αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως... "Τολμήσας" δεν υπελόγισα ευθύνας... Μέχρι σήμερον δεν μετενόησα δια το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν.
Δεν γνωρίζουμε αν λίγες μέρες πριν τη συνθηκολόγηση ο Τσολάκογλου είχε βγάλει έρπη στα χείλη.