Το 2008 δεν φεύγει με τις καλύτερες εντυπώσεις κι αναμνήσεις.
Από πολλές απόψεις μπορεί να χαρακτηριστεί "μαύρη χρονιά" καθώς είχαμε πολύ σοβαρές κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αναταράξεις. Και ειδικά τον τελευταίο μήνα.
Τόσο η ελληνική όσο και η διεθνής επικαιρότητα κληροδοτούν στο νέο έτος μια απαισιόδοξη νότα. Η στυγνή δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, που ξεδιάντροπα αρκετοί επιμένουν να την αποκαλούν "τραγικό γεγονός" κι όχι εγκληματική ενέργεια με την κρατική κάλυψη, σημαδεύει μια πολιτική και κοινωνική μετάβαση. Βρισκόμαστε ίσως στο κρισιμότερο σημείο της Μεταπολίτευσης επειδή ακόμα κι εμείς συνεργήσαμε σιωπηρά στην πολιτική ασυδοσία. Οι ταραχές του Δεκεμβρίου ανέδειξαν περισσότερο από ποτέ το χάσμα μεταξύ του Διαφωτισμού, που δεν ξεκίνησε ομαλά στην Ελλάδα αφού δεν άρχισε καλά καλά μετά την απότομη μετάβαση από την οθωμανοκρατία, και του Νεοπουριτανισμού, που όμως παραμένει διαχρονικά ως κεκαλυμμένος φασισμός στη νεοελληνική συνείδηση.
Οι ογδόντα νεκροί των πυρκαγιών στην Ηλεία δεν στάθηκαν εμπόδιο στην επανεκλογή μιας ανεύθυνης κρατικής πολιτικής μέχρι που σήμερα οι ματατζήδες περιφρουρούν χυδαία το δέντρο του Συντάγματος δείχνοντας ποιες είναι οι προτεραιότητες της παρούσας πολιτικής: η βιτρίνα και μόνο η βιτρίνα.
Και χάρη στη βιτρίνα επιζεί η Μεταπολίτευση. Οι ευθύνες επιμερίζονται σε όλα ανεξαιρέτως τα σημερινά κόμματα, που αδυνατώντας να βελτιώσουν σε πρόσφορο έδαφος στο βιοτικό επίπεδο του πολίτη, κρύβονται εν τέλει στη λαμογιά και την κοροϊδία συνδυάζοντας το πρόσχημα της κομματικής συσπείρωσης με τις υποσχέσεις του Μαυρογιαλούρου.
Μεταξύ του προσεκτικά σχεδιασμένου lifestyle των ΜΜΕ και της κουτσομπόλας του τιβί χαζόκουτου, η μεταπολιτευτική πολιτική καθιερώθηκε, σήμερα ειδικά μετά από μακρά διαδικασία, σαν ένα απατηλό σκεύασμα. Την βλέπουμε αλλά δεν τη αγγίζουμε. Την ψηφίζουμε αλλά δεν μπορούμε να την κρίνουμε. Την νιώθουμε στο πετσί, σχεδόν πάντα επίπονα, αλλά διστάζουμε να της αντιτεθούμε. Διότι αν της πάμε κόντρα, φοβόμαστε ότι θα χάσουμε και τα λίγα κεκτημένα που απέμειναν.
Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού λοιπόν;
Μύθευμα που δεν το ενστερνίζεται πλέον η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Το απέδειξαν οι ταραχές του Δεκεμβρίου. Ανάμεσα στους μπαχαλάκηδες, τους κουκουλοφόρους και τους προβοκάτορες, τους ρουφιάνους και τους συμφεροντολόγους, τους πουλημένους και τους αδιάφορους, η ελληνική κοινωνία ωριμάζει και απαιτεί να σταματήσει το παρελθόν να εξουσιάζει το μέλλον, απαιτεί να σταματήσει η διολίσθηση στον νεοσυντηρητισμό, απαιτεί να ανακοπεί η ολοένα αυξανόμενη τάση να χαλιναγωγηθεί η ελευθερία του λόγου, ζητά να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος της βουλευτικής σκηνής με την ακροδεξιά που συγχρωτίζεται με μια κάλπικη αριστερά του δήθεν πατριωτισμού και της σαλταρισμένης συνωμοσιολογίας.
Και εν μέσω όλων αυτών, οι εξαιρετικά ανησυχαστικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και η διεθνής οικονομική κατάρρευση αποδεικνύουν με τον πιο τραγικό τρόπο ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένα κενό γράμμα που εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο όσους την επικαλούνται για αρνητική προπαγάνδα και υπέρ του εθνικισμού.
Αν παρατηρήσετε προσεκτικά τα σημάδια, η έννοια της παγκοσμιοποίησης είναι τόσο ανύπαρκτη πρακτικά όσο και οι μονόκεροι. Απεναντίας, τα τελευταία χρόνια είχαμε μια ασύστολη κρυφή προπαγάνδα υπέρ του εθνικισμού, με όχημα τη ρητορεία του μίσους. Μίσος για τον χριστιανό, μίσος για τον μουσουλμάνο, μίσος για τον εβραίο, μίσος για τον άθεο, μίσος για το φτωχό και τον πλούσιο, μίσος για τον ξένο, τον ομοφυλόφιλο, τον διαφορετικό, μίσος για τον αντιφρονούντα, μίσος για οποιονδήποτε ξεφεύγει από την ιδανική νόρμα περί κοινωνίας των ομοίων. Ο συγκερασμός της εθνικής κυριαρχίας με τον φόβο για τη διαφορετικότητα είναι η ρίζα της επανεμφάνισης του φασισμού και του ρατσισμού, που φωλιάζει όχι μόνο στα δεξιά αλλά αναπτύσσεται γοργά, σταθερά και απαράδεκτα κι από τα αριστερά.
Προσωπικά, τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, δεν είμαι αισιόδοξος. Αλλά αυτό που μου δίνει μια καλή εντύπωση, όπως θα δίνει και σε εσάς, είναι ότι σε αυτό εδώ το χώρο όπου καταγγέλουμε τον φασισμό, υπάρχουν άνθρωποι που μοιράζονται κοινούς προβληματισμούς και ανησυχίες. Και, γιατί όχι, παίρνουμε ελαφρά τη καρδία και με διάθεση αστεϊσμού την όλη κατάσταση, γιατί το αστείο, τελικά, είναι το τελευταίο καταφύγιο της ελευθερίας. Και το φάρμακό της.
_____________________________
Παλιά σχόλια (53)