31 Ιουλ 2008

ΤΟ «Ο.Σ.» ΤΟΥ ΛΑ.Ο.Σ. ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

31 Ιουλ 2008 , 10:08 π.μ.





Η κατάληξη –Ο.Σ. από τον κ. Καρατζαφέρη, σίγουρα δεν επιλέχτηκε μόνο για να σχηματίζει ωραίες πιασάρικες λεξούλες (ΛΑΟΣ, ΝΕΟΣ, ΦΟΣ). Πολύ περισσότερο, δίνει το στίγμα ενός κόμματος που συνδέει άρρηκτα την ιδεολογία του με ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα (Ορθόδοξος), το οποίο καθώς φαίνεται απειλείται και πρέπει να αντιδράσει (Συναγερμός). Αυτό βεβαια ισχύει, στην περίπτωση που ο πρόεδρος και οι συν αυτώ πιστεύουν ακόμα στο όνομα που δώσανε, και δεν το κουβαλούν από συνήθεια (όπως π.χ. το ΠΑΣΟΚ κουβαλάει χωρίς λόγο το δικό του «ΣΟ»).

Το ΛΑΟΣ βέβαια επισήμως δηλώνει ανεξιθρησκεία και σεβασμό στην πίστη των άλλων. Αυτό βέβαια δεν λέει και πολλά, καθώς απορρίπτει μετά βδελυγμίας (επισήμως πάντα) και χαρακτηρισμούς όπως φασιστικό, ρατσιστικό, ακροδεξιό κλπ., τη στιγμή που η ηγεσία του σε πολλές περιπτώσεις κερδίζει επάξια αυτά τα παράσημα.

Πιστά στη ΛΑΟτιανή τακτική του «ναι μεν –αλλά» κινείται στο χώρο της ορθοδοξίας και ο φιλοξενούμενος της Α1 (5/6 Ιουλίου 2008) Α. Σακκέτος, με αφορμή το αίτημα για διάλογο του Δαλάι Λάμα με Αγιορείτες μοναχούς.

Το άρθρο του Σακκέτου εδώ.


Αφού πρώτα αντικρίζει (σαν καλός συνωμοσιολόγος) το αίτημα ως «μεταβατικό στάδιο» της «πανθρησκείας που μας ετοιμάζουν» (ποιοι άραγε;), σπεύδει να εξηγηθεί ότι «δεν είμεθα κατά του διαλόγου». Αρκεί βέβαια ο διάλογος να οδηγεί στην παραδοχή του «μεγαλείου της ορθοδοξίας».

Το άρθρο του Σακκέτου μου θύμισε τον τρόπο με τον οποίο εξέταζε στο σχολείο ο καθηγητής θρησκευτικών τα διάφορα δόγματα: όταν επρόκειτο για τα «άλλα», γινόταν τέρας ορθολογικής κριτικής και θιασώτης της επιστημονικής ανάλυσης. Όταν όμως έφτανε στο «δικό» μας δόγμα, μεταμορφωνόταν σε υμνητή της πίστης, και της αξίας του θρησκευτικού αισθήματος.

Έτσι και για τον κ. Σακκέτο, το δόγμα της μετενσάρκωσης προσβάλλει τη στοιχειώδη λογική του και ντρέπεται «ως λογικός άνθρωπος» να ακούει για δόγματα που «υποτιμούν τη νοημοσύνη μας». Προφανώς για τον αρθρογράφο, το δόγμα της δευτέρας παρουσίας και της ανάστασης νεκρών δεν βρίσκεται στην ίδια μοίρα, αλλά αντιθέτως, στηρίζεται σε απολύτως λογικά επιχειρήματα, και εδραιώνει τον ορθολογισμό.

Να θυμίσουμε εδώ τον άνθρωπο που προσπάθησε να εξορθολογίσει το χριστιανισμό, τον Θωμά τον Ακινάτη, ο οποίος, αφού κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες να εξηγήσει λογικά την ανάσταση των νεκρών, κατέληξε κι αυτός στο τέλος να ανακράξει: «Ακόμα κι εκεί όπου ο ανθρώπινος νους δεν έχει σαφείς λύσεις, η θεία βούληση και η θεία δύναμη μπορούν να δώσουν τις απαιτούμενες λύσεις» («Περί της Ανάστασεως των Νεκρών, περιοδικό Cogito, τ.8, σελ. 25). Πολύ ορθολογικό!

Τη λογική του κου Σακκέτου δεν φαίνεται να προσβάλλουν ούτε οι μοναχικές παραδόσεις, κατά τις οποίες η Παναγία βρέθηκε κάποτε στη χερσόνησο του Άθω, ενθουσιάστηκε από το τοπίο, ζήτησε από τον (ιδιοκτήτη του κόσμου) Υιο της να της χαρίσει την περιοχή,κι ακούστηκε φωνή απ’ τον ουρανό να της λέει στο περίπου «πάρ’την, δική σου». Αναρωτιέμαι πώς θα του φαινόταν η ίδια ιστορία με διαφορετικά ονόματα, π.χ. Βούδας και Μάγια.

Ο κ. Σακκέτος βέβαια δεν είναι κανένας τυχαίος. Πρόκειται για τον γνωστό από τις λιακοπουλιάδες Σακκέτο- Πακέτο, με βιβλία-ορόσημα του ορθολογισμού. Μια γεύση σακκέτειας ελληνορθόδοξης λογικής μπορείτε να πάρετε από τον +γέροντα+ funel .

Τι σχέση μπορεί να έχει ο λιακοπουλίζων κ. Σακκέτος με το ΛΑΟΣ; Όλο και κάποια πρέπει να έχει όταν, εκτός από τακτικός αρθρογράφος της καρατζαφερικής εφημερίδας Α1, βρίσκεται σε συνεργασία με τους εκδότες αδερφούς Γεωργιάδη, ώστε ο αδαής λαός να μπορεί επιτέλους να πληροφορηθεί ότι οι προφητείες του Πατροκοσμά «συν Θεώ, επαληθεύονται μία προς μία»!





Χαρείτε φίλες και φίλοι! Χαρείτε όσο μπορείτε! Το τέλος του Διαφωτισμού πλησιάζει! Η μεσαιωνική θρησκοληψία είναι κοντά! Σας το εγγυώνται ο κ. Σακκέτος και οι αφοί Γεωργιάδη.



ΛΑ.Ο.Σ., ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ



Το παραπάνω άρθρο είναι μία καλή αφορμή να στοχαστούμε τις συνέπειες που έχει ένα πάντρεμα της θρησκείας με την πολιτική γενικότερα, και το ΛΑΟΣ ειδικότερα, καθώς είναι το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που ενσωματώνει απερίφραστα το ορθόδοξο δόγμα στους κόλπους του (όχι βέβαια ότι ξεχνάμε εκείνο το χαριτωμένο τραγουδάκι του σεμνού και ταπεινού κυβερνώντος κόμματος).


Να ξεκαθαρίσουμε καταρχήν ότι ο ανορθολογισμός και οι αυθεντίες είναι ασυμβίβαστες με τη δημοκρατία. Η δημοκρατία στηρίζεται τόσο στις αποφάσεις της πλειοψηφίας, όσο και στην απόρριψη κάθε αυθεντίας και «θεϊκής» ή «φυσικής» βούλησης. Γι’ αυτό και τα «πρακτικά» συνελεύσεων των αρχαίων Αθηναίων ξεκινούσαν με το «έδοξεν τη βουλή και τω δήμω», που σημαίνει ότι οι αποφάσεις είναι αποτέλεσμα της γνώμης πολιτών, κι όχι διαταγή αυθεντίας ή θέλημα θεού.

Επ’ αυτού, έγραφε ο Τ. Φωτόπουλος στις 12/2/2000 :

«Η δημοκρατική αρχή δεν θεμελιώνεται σε οποιουσδήποτε θεϊκούς, φυσικούς ή κοινωνικούς νόμους ή τάσεις, αλλά στη δική μας συνειδητή και αυτοστοχαστική επιλογή μεταξύ των δύο κύριων ιστορικών παραδόσεων: της παράδοσης της ετερονομίας (η οποία είναι ιστορικά κυρίαρχη) και της παράδοσης της αυτονομίας. H επιλογή τής αυτονομίας συνεπάγεται ότι η θέσμιση της κοινωνίας δεν βασίζεται σε κάποιο είδος ανορθολογισμού (πίστη στο Θεό, μυστικιστικές πίστεις κ.λπ.), ούτε καν σε κάποιες «αντικειμενικές» αλήθειες για την κοινωνική εξέλιξη, που υποτίθεται θεμελιώνονται σε κοινωνικούς ή φυσικούς «νόμους». Kαι αυτό, διότι κάθε σύστημα θρησκευτικών ή μυστικιστικών πεποιθήσεων (όπως και κάθε κλειστό σύστημα ιδεών) εξ ορισμού αποκλείει την αμφισβήτηση ορισμένων θεμελιωδών αρχών ή ιδεών και, επομένως, είναι ασύμβατο με ένα πολίτευμα όπου οι πολίτες θέτουν οι ίδιοι τους νόμους τους. Στην πραγματικότητα, η αρχή της «μη αμφισβήτησης» ορισμένων θεμελιωδών πεποιθήσεων ή δογμάτων είναι κοινή σε κάθε θρησκεία ή σύνολο μεταφυσικών και μυστικιστικών δοξασιών, από το χριστιανισμό ως τον ταοϊσμό. Γι' αυτό και ο «ρηξικέλευθος» Xριστόδουλος δεν έχει δισταγμό να δηλώνει απερίφραστα ότι της Eκκλησίας ο θησαυρός είναι το ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια [σ.σ. η υπογράμμιση δική μου]».

Εάν το ΛΑΟΣ ασπάζεται τη δήλωση αυτή του «μακαριστού» Χριστόδουλου, τότε οποιοσδήποτε αμφισβητήσει ή απορρίψει το ελληνορθόδοξο δόγμα και τον ρόλο της Εκκλησίας, τίθεται αυτομάτως από το «πατριωτικό» κόμμα στο πεδίο της πλάνης και του ψεύδους. Δε μιλάμε βέβαια για τις λεπτομέρειες, αλλά για το βασικό πυρήνα του χριστιανισμού (ανάσταση, Β’ παρουσία, βάπτιση για να «εξαλειφθεί» το προπατορικό αμάρτημα, τριαδικός θεός κλπ), καθώς και για αποφάσεις και δραστηριότητες της «απόλυτα αληθούς» Εκκλησίας (από τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων μέχρι τις σημερινές επιχειρηματικές δραστηριότητες του κλήρου, τις χριστιανικές λιμουζίνες κλπ).

Για να αποφανθούμε εάν η παραπάνω υπόθεση είναι αληθής, θα πρέπει να κρίνουμε την ηγεσία του ΛΑΟΣ από τις πράξεις και τις επιλογές της. Και δυστυχώς είναι πολλά τα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι το ΛΑΟΣ όχι μόνο ουδέποτε άσκησε σοβαρή κριτική στην Εκκλησία, αλλά και ουδέποτε κράτησε μία διακριτική απόσταση (μοναδική ίσως εξαίρεση αποτελεί η πρόσφατη στάση του Καρατζαφέρη σχετικά με το σύμφωνο συμβίωσης) . Κατά κανόνα, τα μεγαλοστελέχη του υπήρξαν πιστοί παραστάτες του εγχώριου ανορθολογισμού, στην προσπάθειά τους να τον μπολιάσουν στην πολιτική ζωή και την κοινωνία: από την ντροπιαστική για την Ελλάδα «μάχη των ταυτοτήτων», μέχρι τη συντήρηση και υπεράσπιση των ελληνοχριστιανικών μας μύθων.

Αξίζει να αναφερθεί ενδεικτικά ότι, χάριν υπεράσπισης της Εκκλησίας στο θέμα των ταυτοτήτων, ο Καρατζαφέρης επιστράτευσε μέχρι και πλαστό ή παραποιημένο δελτίο ταυτότητας από την εκπομπή του, στις 12/6/2000 . Η παράδοση να παρουσιάζει το ΛΑΟΣ ψεύτικες αποδείξεις για αληθινές, καλά κρατεί από τότε. Για να μην αναφερθούμε στις αγαπημένες (στον Καρατζαφέρη και το ΛΑΟΣ) θεωρίες συνωμοσίας: Στην εύλογη στάση της Πολιτείας να απέχει από ζητήματα προσωπικής συνείδησης, ο Καρατζαφέρης έβλεπε εντολές ραββίνων της Νέας Υόρκης!!! .

Μερικές φορές, στην προσπάθεια να τονιστεί το αδιαίρετο ελληνισμού και χριστιανισμού, ο υπερβάλλων ζήλος οδηγεί και σε κωμικά αποτελέσματα. Χαρακτηριστική η περίπτωση του κ. Βελόπουλου :

«Το αστείο είναι ότι υπάρχει άλλο βιβλίο του κ. Βελόπουλου («Δίας και Ιησούς») το οποίο έσπευσε να αποσύρει ο ίδιος κακήν κακώς όταν κατάλαβε ότι θα θεωρηθεί αιρετική η προσπάθεια αναζήτησης της γήινης (και φυσικά ελληνορωμαϊκής) ρίζας του Χριστού. Μπροστά στον κίνδυνο να χάσει το μισό του κοινό, ο κ. Βελόπουλος προχώρησε στην αδιανόητη αυτολογοκρισία, πραγματοποίησε μάλιστα και ανοιχτή εκδήλωση στο Βελίδειο (στις 23/2/03, παρόντος του «Αδώνιδος») για να δηλώσει έμπρακτα τη μεταμέλειά του και να επιβεβαιώσει τα ορθόδοξα φρονήματά του».



Για να κατανοήσουμε τη βαθύτερη σχέση του ΛΑΟΣ και ειδικά του Καρατζαφέρη με την Εκκλησία, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο λαάρχης το ρόλο της στην ιστορία και την ζωή του τόπου, χρήσιμο είναι να ανατρέχουμε στο πρόσφατο παρελθόν του κόμματος, τότε που δεν ντρέπονταν ακόμα να διαλαλούν αυτό που είναι. Γράφει ο «Ιός», στις 19/10/2002 :

«ΚΑΚΑ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ Ο κ. Καρατζαφέρης έχει στηριχθεί όσο κανένας άλλος πολιτικός στην προσωπική φιλία, αλλά κυρίως την ιδεολογική συγγένειά του με τον [σ.σ. μακαρίτη πια] Χριστόδουλο. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο που επέλεξε ως βασική προεκλογική του συγκέντρωση την παρουσίαση του βιβλίου του οι "Αγιοι της πίστεώς μας". Κύριος ομιλητής στην εκδήλωση αυτή ήταν διορατικός παράγοντας της Εκκλησίας, ο οποίος δεν αρκέστηκε καθόλου στο περιεχόμενο του βιβλίου. Εξήγησε ότι προσήλθε "βλέποντας αυτή την εμμονή του Γιώργου Καρατζαφέρη στην ορθοδοξία, στην πίστη μας" και έσπευσε να ταυτιστεί με τις πολιτικές ιδέες του αρχηγού του ΛΑΟΣ: "Κανείς δεν μπορεί να μιλάει για πολυπολιτισμικότητα στον τόπο μας. Η Ελλάδα είναι ορθόδοξη" [σ.σ. η υπογράμμιση δική μου].

ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ο κ. Καρατζαφέρης ταυτίστηκε "με τον Πατροκοσμά, με τον Κανάρη, με τον Παπαφλέσσα, ο οποίος ξεσηκώνει όλο το λαό για την πίστη μας", από γνωστό δημοσιογράφο, ο οποίος είχε προλάβει να λιβανίσει και τον δικτάτορα Παπαδόπουλο. Η σεμνή τελετή έληξε με ολίγη από Κώστα Πρέκα και τον ίδιο τον "λαάρχη" να κακοποιεί τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: "Εχω ένα όνειρο. Εχω ένα όνειρο. Να σας δω όλους στην Αγιά Σοφιά. Να μεγαλώσω την Ελλάδα. Να στείλω την Τουρκία στην Ασία. Είμαι αυτός που θα ανοίξει το δρόμο για την Ανατολή". Ολα αυτά θα έμοιαζαν αφόρητα ξεπερασμένα και ακραία, αν έλειπε η μικρή λεπτομέρεια: πρόκειται για τα ίδια ακριβώς συνθήματα που έχει λανσάρει εδώ και λίγα χρόνια ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, ανοίγοντας το δρόμο για το ΛΑΟ του Θεού».

Γι’ αυτές τις φονταμενταλιστικές δηλώσεις ο κ. Καρατζαφέρης, απ’ όσο γνωρίζω, ουδέποτε ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί ή να τις αμφισβητήσει. Απλά τα τελευταία χρόνια τις αποσιωπά. Αναρωτιέμαι πάντως πώς τέτοιες δηλώσεις μπορούν να συμβιβαστούν με διακηρύξεις περί σεβασμού όλων των θρησκειών.

Βέβαια, και στις παραμονές των τελευταίων εκλογών ο Γ. Καρατζαφέρης εφάρμοσε σταθερά τη στρατηγική παντρέματος ορθόδοξης Εκκλησίας και πολιτικής:

«Στελέχη του ΛΑΟΣ αναφέρουν ότι «η ιεραρχία μάς στηρίζει κατά 80% και αυτό ενοχλεί τη Ρηγίλλης». Προσθέτουν, επίσης, ότι σε πολλές περιφέρειες οι υποψηφιότητες του ΛΑΟΣ αποφασίζονται από κοινού με τους μητροπολίτες και ότι στα ψηφοδέλτια του κόμματος θα βρίσκονται πολλοί επίτροποι εκκλησιών! Ο ίδιος ο κ. Καρατζαφέρης υπενθυμίζει ότι ο Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος προλόγισε το βιβλίο του «Οι Αγιοι της Πίστεώς μας», το οποίο τυπώθηκε σε 100.000 αντίτυπα. Προσθέτει, μάλιστα, ότι το ίδιο βιβλίο τυπώνεται αυτήν τη στιγμή σε άλλα 100.000 αντίτυπα και θα διανεμηθεί στις εκκλησίες προεκλογικά! [σ.σ.οι υπογραμμίσεις δικές μου]».

Τέλος, είδαμε το ΛΑΟΣ να πρωτοστατεί στον αγώνα κατά του βιβλίου ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, όχι μόνο για το «συνωστισμό» της Σμύρνης, αλλά και επειδή δεν προβάλλεται η συμβολή της Εκκλησίας στην εθνική αφύπνιση και επανάσταση. Ακόμα και στο προεκλογικό debate πολιτικών αρχηγών του 2007, ο Καρατζαφέρης επιμένει στο μύθο του Κρυφού Σχολειού.

Εν κατακλείδι, η υπέρμετρη αγάπη και υπεράσπιση που δείχνει το ΛΑΟΣ στην Εκκλησία, θα πρέπει να σημαίνει τουλάχιστον ότι, για την ηγεσία του κόμματος αλλά και την πλειοψηφία των ψηφοφόρων, η Εκκλησία έχει επιτελέσει έργο πατριωτικό και εθνοσωτήριο στην ιστορία της, και κατά προέκταση, ο σεβασμός και η στήριξη στην Εκκλησία είναι χρέος καθενός πατριώτη, ενώ αντίθετα, κάθε εχθρός της Εκκλησίας ισοδυναμεί και με εχθρό της πατρίδας.




ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ



Είναι πραγματικά παράξενος αυτός ο σφιχτός εναγκαλισμός Εκκλησίας και εθνικισμού, όπου η μία πλευρά υποστηρίζει και τροφοδοτεί την άλλη. Παράξενος, γιατί η ιστορία διδάσκει πως στα καθ’ ημάς τουλάχιστον η Εκκλησία όχι μόνο δεν «συμπλήρωσε» τον ελληνισμό, όχι μόνο δεν βοήθησε στην εθνική αφύπνιση και απελευθέρωση του ελληνικού λαού από την τυρρανία του σουλτάνου, αλλά και πολέμησε με όλες της τις δυνάμεις αυτή την αφύπνιση και απελευθέρωση, και, μετά τη δημιουργία ελληνικού κράτους, καπηλεύτηκε πρόστυχα τους αγώνες του ελληνικού λαού:

«Το εκπληκτικό βέβαια είναι πώς μέσα σε λίγα χρόνια μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους η Εκκλησία κατόρθωσε να πείσει για τον δικό της πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιδέα του έθνους και να τον επιβάλει στη διδασκαλία της ιστορίας στην εκπαίδευση. Ταυτίστηκε μάλιστα τόσο με την ιδέα αυτή ώστε να κατακεραυνώνει όσους της αμφισβητούσαν την πρωτοκαθεδρία στους εθνικούς αγώνες



Πάμε να κάνουμε μια σύντομη ανασκόπηση:

Χριστιανοί απολογητές:

Καταρχήν, αξίζει να σταθούμε στο σφετερισμό της εβραϊκής παράδοσης (Π. Διαθήκη) από τους πρώτους χριστιανούς απολογητές, οι οποίοι , στην προσπάθειά τους να αποδείξουν την αρχαιότητα και άρα την ανωτερότητα του χριστιανισμού από την ελληνορωμαϊκή παράδοση (!), ερμήνευσαν τις ιστορίες για τον Ιησού ως εκπλήρωση των βιβλικών προφητειών.

Οι ελληνορθόδοξοι αντισημίτες εθνικισταράδες μας, ίσως βρεθούν σε αδιέξοδο, αν μάθουν ότι:

«Οι χριστιανοί απολογητές αποδέχτηκαν στην ουσία την επιχειρηματολογία των Εβραίων ιστορικών, αναφορικά με τα πρωτεία της εβραϊκής ιστορίας έναντι των Ελλήνων και κατ’ επέκταση όλων των άλλων λαών. Στον ιδεολογικό τους πόλεμο κατά των εθνικών, η επίκληση των μαρτυριών της Παλαιάς Διαθήκης απεδείχθη πολύτιμο όπλο, καθ’ όσον οι χρονολογικές πηγές που πραγματεύονταν, ξεπερνούσαν τα καθαρά «ιστορικά» όρια των Ελλήνων. Αλλά και σε σχέση με τους ανατολικούς λαούς, Ασσυρίους, Φοίνικες και Αιγυπτίους, υποστήριζαν ότι οι Έλληνες υστερούσαν στην ιστορία και τον πολιτισμό, διότι είχαν εμφανιστεί πολύ αργότερα. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, η αρχαιότητα ενός λαού έναντι κάποιου άλλου σήμαινε και την πολιτιστική του υπεροχή. Ο Ιουστίνος Μάρτυς [σ.σ. τη μνήμη του οποίου η εκκλησία μας τιμά την 1η Ιουνίου ], στηριζόμενος σ’ αυτού του είδους ακριβώς την επιχειρηματολογία, υποστήριξε την άποψη ότι οι περί δημιουργίας απόψεις του Πλάτωνα είχαν αντληθεί από το Μωησή» (Α. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, εκ. Κανάκη, τ. Α’, σ. 34).

Αναρωτιέμαι αν τον «άγιο» αυτόν ο Καρατζαφέρης τον έχει συμπεριλάβει στο βιβλίο του «Οι Άγιοι της Πίστεώς μας», και ποια να είναι η γνώμη του για τις άγιες αυτές (κι ελληνοπρεπείς) απόψεις.

Μ. Κωνσταντίνος:

Η εποχή του Μ. Κωνσταντίνου σηματοδοτεί μία διαχρονική σχέση αγάπης μεταξύ πολιτικής εξουσίας και Εκκλησίας, που θα περάσει ατόφια στην Οθωμανική αυτοκρατορία, και θα συνεχιστεί ως τις μέρες μας. Ο Κωνσταντίνος κατάλαβε ότι η πρακτική των διωγμών δεν ήταν προς όφελος της ανερχόμενης βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ από την πλευρά της η χριστιανική θρησκεία εξασφάλιζε «ισχυρό ηθικό έρεισμα στην αυτοκρατορική απολυταρχία» (G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, εκδ. Βασιλόπουλος, τ.Α’, σ. 107). Ένας ο βασιλιάς στον ουρανό, ένας ο βασιλιάς στη γη! Χαρακτηριστική άλλωστε είναι η προσπάθεια του Ευσέβειου Καισαρείας να παρουσιάσει τον Κωνσταντίνο «ως την επίγεια εικόνα του θείου Λόγου» (Καρπόζηλος, στο ίδιο, σελ. 63).

Την ίδια περίοδο θεσπίζονται μία σειρά μέτρα, μεταξύ των οποίων «η απαλλαγή του κλήρου από πάσης φύσεως φορολογία ή πολιτική και στρατιωτική υπηρεσία προς το κράτος», [...] καθώς επίσης «η αναγνώριση του δικαιώματος της εκκλησίας να έχει ιδιοκτησία και να δέχεται δωρεές» (Καρπόζηλος, στο ίδιο, σελ. 71). Φαίνεται πως η ένδοξη βυζαντινή ιστορία επαναλαμβάνεται, καθώς 18 αιώνες αγότερα ένας άλλος Κωνσταντίνος (ο επονομαζόμενος και «Κωστάκης») θα απαλλάξει για μία ακόμη φορά τη φτωχή και ταπεινή Εκκλησία από τους φόρους.

Οθωμανική κατάκτηση και Πατριαρχείο:

Τα μεγάλα ψέματα αρχίζουν με την εξιστόρηση στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης, κατά τα οποία υποτίθεται πως η χριστιανική πίστη και Εκκλησία διώκονται, τα ελληνικά γράμματα απαγορεύονται, ενώ ο γενναίος κλήρος μέσω των κρυφών σχολειών συντηρεί άσβεστη την ελληνική φλόγα, και συμβάλλει στην εθνική αφύπνιση.

Είναι βέβαια αναμφισβήτητες αλήθειες οι συχνές βιαιοπραγίες κατά υποδούλων χριστιανών λόγω θρησκευτικού φανατισμού, καθώς και οι εξισλαμισμοί και το παιδομάζωμα. Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό ότι οι οθωμανικές αρχές δεν επιθυμούσαν σε καμία περίπτωση τον μαζικό εξισλαμισμό των χριστιανών, μιας και κάτι τέτοιο «θα είχε ως συνέπεια την ανατροπή του κοινωνικού και οικονομικού καθεστώτος, το οποίο, όπως είναι γνωστό, στηριζόταν στην εκμετάλλευση των υποδούλων» (Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνος, τ.Ι, σ. 56).

Ήταν συμφέρον του σουλτάνου οι χριστιανοί να διατηρούν άσβεστη την πίστη τους, καθώς η «ιδιαιτερότητά» τους αυτή εξασφάλιζε στην Υψηλή Πύλη το περίφημο «χαράτσι». Για να το πετύχει αυτό, ο σουλτάνος έδωσε ηγετική θέση και σημαντικά προνόμια στο Πατριαρχείο, που θα διατηρηθούν σε γενικές γραμμές σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

«Η ηγετική αυτή θέση του πατριαρχείου και το εκκλησιαστικό γενικά καθεστώς που επικράτησε σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας θεμελιώθηκε σχεδόν αμέσως μετά την Άλωση, όταν ο σουλτάνος Μεχμέτ Β’ ο Πορθητής αποφάσισε να ανασυστήσει το οικουμενικό πατριαρχείο, να αναγνωρίσει σ’ αυτό τα λεγόμενα προνόμια και να επιλέξει ως πατριάρχη τον Γεννάδιο Σχολάριο». [...] «Το νέο και σημαντικότατο στοιχείο στην όλη διαδικασία ήταν ότι μαζί με την επικύρωση της εκλογής ο σουλτάνος παραχώρησε και τα λεγόμενα προνόμια» : «ο πατριάρχης ήταν ‘αναίτητος και αφορολόγητος και αδιάσειστος’, εκλεγόταν από σύνοδο αρχιερέων, διόριζε, έπαυε και τιμωρούσε τους κληρικούς, ασκούσε πνευματική και διοικητική εποπτεία σε όλα τα θρησκευτικά ιδρύματα, εκδίκαζε αστικές υποθέσεις των ορθοδόξων» (Χ. Πατρινέλης, «Η Οργάνωση του Γένους υπό τους Τούρκους και η Επιβίωσή του», στην Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, εκδ. Αθηνών, τ.Ι., σ. 92-3).

Ο ίδιος ο πατριάρχης Γεννάδιος, ο οποίος παρεμπιπτόντως είχε δώσει διαταγή να καούν τα βιβλία του Πλήθωνα για τον Πλάτωνα, «δεν παραλείπει να σημειώσει ότι τον παρηγορεί η γνώσις ομού και φιλανθρωπία του σουλτάνου, ο οποίος όχι μόνο ανασυνέστησε την Εκκλησία, αλλά και την κατέστησε «ελευθέραν» και μάλιστα «μετά πολλών αυτού δωρέων» (στο ίδιο, σελ. 97). Όσο για το πόσο Έλληνας ένιωθε, μας το ομολογεί ο ίδιος: «Ουκ αν ποτε φαίην Έλλην είναι» (Κ. Θ. Δημαράς, «Το Σχήμα του Διαφωτισμού», στην Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, τ. ΙΑ’, σ. 349).


Διαφύλαξη εθνικής συνείδησης και ελεύθερου φρονήματος:

Έχει περάσει στην «επίσημη» Ιστορία μας ότι η Εκκλησία διαφύλαξε και διέσωσε την εθνική συνείδηση των Ελλήνων, και ότι τους προετοίμαζε ιδεολογικά και ψυχολογικά για την ώρα του μεγάλου σηκωμού. Πρόκειται για εντελώς αυθαίρετη αντίληψη, που αγνοεί σημαντικές παραμέτρους της ιστορίας:

«Το ελληνικό έθνος ως ‘διαμορφωμένη οντότητα’ δεν υπάρχει την εποχή της πτώσης της Κωνσταντινούπολης ούτε τους επόμενους δύο αιώνες. Διαμορφώνεται σταδιακά ανάμεσα στο 1770 και το 1820 από τμήματα τριών εθνοπολιτισμικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: των Ρωμιών, των Αρβανιτών και των Βλάχων υπό την ιδεολογική ηγεμονία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και υπό την ηγεσία τριών κοινωνικών κατηγοριών (λογίων, έμπορων, οπλαρχηγών). Η αντίληψη ότι υπήρχε ελληνικό έθνος υπόδουλο επί 400 χρόνια στους «Τούρκους» και ότι η εκκλησία διαφύλαξε την ελληνικότητα και την εθνική συνείδηση των «υπόδουλων Ελλήνων», εκτός του ότι είναι ιστορικά ανακριβής στην πραγματικότητα αποτελεί ιδεολογική προπαγανδιστική κατασκευή του ελληνικού κράτους, το οποίο την περίοδο 1830-1930 προσπαθεί να διαμορφώσει την εθνική μυθολογία του» (Χ. Κάτσικας-Κ. Θεριανός, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, εκδ. Σαββάλας, σ. 14-5).

Στην πραγματικότητα, στάση της Εκκλησίας ήταν η μοιρολατρία και υποταγή απέναντι στο σουλτάνο, την οποία και ενστάλλαζε στους πιστούς. Στο ερώτημα «γιατί ο Θεός εγκατέλειψε την Κων/πολη», η απάντηση των θεολόγων και της Εκκλησίας «απηχούσε την εβραιοχριστιανική θεοκρατική αντίληψη της ιστορίας»: ο Θεός τιμωρεί τους χριστιανούς για τις αμαρτίες τους (Χ. Πατρινέλης, στο ίδιο, σ. 95).

«Η ερμηνεία αυτή, που έγινε πια κοινή πεποίθηση μετά την άλωση της Κων/πόλεως και που με μικρές παραλλαγές – και λίγες εξαιρέσεις – κυριάρχησε στις συνειδήσεις σε όλη την τουρκοκρατία, υπαγόρευσε και τη στάση της Εκκλησίας απέναντι στην κυρίαρχη τουρκική εξουσία, στάση νομιμοφροσύνης και υποταγής, αφού μάλιστα ο αλλόθρησκος δυνάστης έδινε επίσημες εγγυήσεις για το απαραβίαστο της Εκκλησίας και για την ελευθερία της λατρείας. [...] Άλλωστε οι έννοιες πολιτική ελευθερία, κοινωνική πρόοδος και ευημερία, ελεύθερη πνευματική ζωή, προαγωγή γενικά του πολιτισμού ήταν είτε ανύπαρκτες ακόμη στην Ανατολή, είτε ξένες ή τουλάχιστον δευτερεύουσας σημασίας για την Εκκλησία» (Πατρινέλης, στο ίδιο, σελ.95-6).

Αρκεί να θυμηθούμε ότι η ίδια ραγιάδικη συμπεριφορά με την γελοία αιτιολογία, αναπαράγεται από την Εκκλησία μέσω της επαίσχυντης «Πατρικής Διδασκαλίας», παραμονές της Επανάστασης:

«Το 1798 τυπώθηκε επίσης στο πατριαρχικό τυπογραφείο και κυκλοφόρησε η «Πατρική Διδασκαλία» για να πληροφορηθούν οι ανήσυχοι ραγιάδες ότι «ο άπειρος εν ελέει και πάνσοφος ημών Κύριος...ύψωσε την βασιλείαν αυτήν των Οθωμανών περισσότερον από κάθε άλλην, διά να αποδείξει αναμφιβόλως ότι θείω εγένετο βουλήματι...» [...] Οι πατριάρχες και η ιεραρχία καθώς επίσης και οι φαναριώτες ... και γενικά η παραδοσιακή ηγεσία του Ελληνισμού θεωρούσε ως άρθρο πίστεως την ανάγκη ειρηνικής συνυπάρξεως του Γένους με την κυρίαρχη οθωμανική πολιτεία. Οι εθνικιστικές ιδέες ... δεν είχαν αγγίξει ή δεν είχαν πείσει ακόμη τη συντηρητική ηγεσία του Γένους» (Χ. Πατρινέλης, «Οι Σχέσεις της Εκκλησίας με την Οθωμανική Πολιτεία», στην Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, τ.ΙΑ, σ.125-6).

Η δικαιολογία ότι η δουλική αυτή στάση της Εκκλησίας ήταν προϊόν εκβιασμού του σουλτάνου, και ότι υπαγορευόταν από την επιθυμία της να σώσει το ποίμνιο από την τουρκική εκδικητικότητα, ακόμα κι αν ευσταθεί, είναι εντελώς ασύμβατη με την εικόνα μιας Εκκλησίας, η οποία στα χρόνια της σκλαβιάς υποτίθεται πως έπλαθε αδούλωτες ψυχές και ενστάλλαζε το φρόνημα της ελευθερίας.

Το εντελώς ανάποδο! Όπως θα δούμε και πιο κάτω, ακόμα και οι προοδευτικές ιδέες στον τομέα επιστημών ή η στροφή στα ιδεώδη των αρχαίων Ελλήνων, κυνηγήθηκαν με μένος από την Εκκλησία, παρόλο που η οθωμανική εξουσία για τα ίδια θέματα αδιαφορούσε (και άρα δεν ετίθετο ζήτημα ανωτέρας βίας).


Κρυφό Σχολειό:

Πρόκειται για τον πιο δημοφιλή και τον πιο εύκολα διαψεύσιμο εθνικό μας μύθο, στον οποίο η Εκκλησία πρωτοστατεί. Το απελπιστικά χαμηλό πνευματικό επίπεδο τους πρώτους δύο αιώνες μετά την Άλωση δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση τη συντήρηση αυτού του μύθου, όχι μόνο λόγω των φανερώτατων σχολείων που σιγά σιγά ξεκινούσαν τη λειτουργία τους (και που με την πάροδο των χρόνων αυξάνονταν), αλλά και επειδή δεν υπάρχει η παραμικρή επίσημη μαρτυρία που να επιβεβαιώνει ή να υπονοεί απαγόρευση ή κλείσιμο σχολείων από τους Οθωμανούς. Η απουσία εκπαιδευτικής δραστηριότητας τον πρώτο αι. μετά την Άλωση, οφείλεται κυρίως σε απουσία λογίων, καθώς είχαν μεταναστεύσει στη Δύση, κι όχι σε τουρκική απαγόρευση.

«Οι Τούρκοι πάντως δεν φαίνεται ότι απαγόρευαν τη λειτουργία σχολείων, αφού δεν έχουμε ούτε ένα παράδειγμα αρνήσεως των τουρκικών αρχών να δώσουν άδεια λειτουργίας σχολείου ή βίαιου κλεισίματος σχολείου από Τούρκους. Οι αντίθετες πληροφορίες είναι πολύ μεταγενέστερες και πρέπει να συσχετισθούν με τον θρύλο του Κρυφού Σχολειού(Α. Βακαλόπουλος, «Τα Πρώτα Σχολεία και οι Πρώτοι Δάσκαλοι», στην Ιστ. Ελλ. Έθ., τ. Ι, σ. 370).

Από την άλλη, από τις μαρτυρίες της εποχής «δεν σώζεται καμία πληροφορία, ακόμη και έμμεση, που να μνημονεύει την ύπαρξη κρυφού σχολειού, έστω και για τα πιο δύσκολα – ως προς τις σχέσεις με τον κατακτητή – για τον Ελληνισμό χρόνια, δηλαδή την περίοδο αμέσως μετά την Άλωση. [...] Αν το Κρυφό Σχολειό είχε γίνει για κάποια περίοδο πραγματικότητα, σε περιορισμένη έκταση, δεν συνέτρεχε κανένας λόγος η σχετική μαρτυρία ή μαρτυρίες να έμειναν εθελημένα στην αφάνεια. Θα έπρεπε, αντίθετα, ένα τέτοιο τεκμήριο ζωτικότητας της φυλής και εθνικής συνείδησης [...] να εξαρθεί με κάθε τρόπο» (Α. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό, εκδ. Εστία, σ. 14-5).

Οι υπέρμαχοι του μύθου (που τον φτάνουν και μέχρι παραμονές της Επανάστασης!!!) θα πρέπει να εξηγήσουν τη χρησιμότητα ενός Κρυφού Σχολειού, ανάμεσα σε ένα σωρό φανερώτατα. Αναφέρω ενδεικτικά:

Μυτιλήνη: ήδη από το 1545 έχουμε τη σύσταση σχολείου στη μονή Λειμώνος, καθώς και του πρώτου «σχολείου θηλέων» στην ιστορία της νεοελληνικής παιδείας, στη μονή Μυρσινιωτίσσης.

Χίος: Χαρακτηρίζεται ως το «σπουδαιότερο παιδευτικό και πνευματικό κέντρο της ελληνικής Ανατολής» [σ.σ.μιλάμε πάντα για τα μέσα του 16ου αι.], που θα κρατήσει την πρωτοπορία επί ένα σχεδόν αιώνα και θα προσφέρει στην τότε ελληνική κοινωνία και στο πατριαρχείο μορφωμένα στελέχη, οφφικιαλίους, ιεροκήρυκες, ιατρούς, δασκάλους και μαικήνες» (Ιστ. Ελ. Έθνους, τ.Ι., σ. 371). Να σημειωθεί ότι αυτή η πνευματική άνθηση του νησιού συμπίπτει με την τουρκική κατάκτηση (1566), οπότε και παραχωρήθηκαν στους νησιώτες πολλά προνόμια, που θα τερματιστούν βέβαια τραγικά με την Επανάσταση και τη Σφαγή.

Κων/πολη: Ιδρύεται το πρώτο πατριαρχικό σχολείο το 1556, το οποίο υπήρξε πρόδρομος της Μεγάλης του Γένους Σχολής (στο ίδιο, σ. 373). Θα ακολουθήσει η ίδρυση και άλλων σχολείων από το πατριαρχείο (π.χ. το 1583 από τον πατριάρχη Ιερεμία).

Αθήνα: Από μαρτυρία του 1586 μαθαίνουμε ότι η πόλη «έχει διδασκαλεία πολλά, όπου διδάσκονται την ελληνικήν γλώσσαν» (στο ίδιο, σ. 374).

Ήπειρος: «Η λειτουργία 24 σχολείων σε μοναστήρια της Νότιας Ηπείρου και 14 σε μοναστήρια της Βόρειας Ηπείρου, καθώς και η ίδρυση ή συντήρηση σχολείων σε πολλά χωριά από τα μοναστήρια της περιοχής τους αποδεικνύουν τη μεγάλη πνευματική προσφορά των μοναστηριών αυτών και το ασύστατο του ισχυρισμού της ύπαρξης Κρυφών Σχολειών στην Ήπειρο, επί Τουρκοκρατίας» (Α. Αγγέλου, στο ίδιο, σελ. 72).

Σχετικά με το θέμα, μπορείτε να διαβάσετε κι αυτή την εμπεριστατωμένη μελέτη στο «Ριζοσπάστη» .


Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στην επιστήμη, την ιδεολογική προετοιμασία και το ξέσπασμα της Επανάστασης.


Τις παραμονές της Επανάστασης συναντούμε στον ελληνικό χώρο πληθώρα σχολείων και ενός προοδευτικού εκπαιδευτικού κινήματος, που πήρε το όνομα «Νεοελληνικός Διαφωτισμός».

«Αυτή η προοδευτική πνευματική κίνηση βρίσκει αντίθετο το πατριαρχείο, το οποίο το 1819 με πατριαρχική εγκύκλιο αποδοκιμάζει τον πρακτικό προσανατολισμό των σπουδών και ζητάει την απομάκρυνση των προοδευτικών διανοουμένων απ’ τα σχολεία. Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, το πατριαρχείο συγκαλεί σύνοδο με την οποία καθαιρεί τα φιλοσοφικά γράμματα απ’ αυτά τα σχολεία και ζητά με επιστολές να φύγουν οι Κ. Κούμας, Β. Λέσβιος, Ν. Βάμβας, Θ. Καΐρης από τα σχολεία και τις πόλεις.Οι συνθήκες που θα έδιναν μια προοδευτική εκπαίδευση εναρμονισμένη με τις ανάγκες της εποχής ανατράπηκαν πριν συσταθεί το ελληνικό κράτος» (Χ. Κάτσικας-Κ. Θεριανός, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, εκδ. Σαββάλας, σ. 20).

Η εχθρότητα της Εκκλησίας απέναντι στη φιλοσοφία και τις θετικές επιστήμες δύσκολα κρύβεται:

«Όταν ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός έχει πια ωριμάσει, επαναλαμβάνεται σταθερά σε εκπαιδευτικά κέντρα της Ελλάδος το ίδιο φαινόμενο: ένας λόγιος σπουδασμένος στη Δύση απομακρύνεται από τη σχολαστική παράδοση στη διδασκαλία της φιλοσοφίας και των θετικών επιστημών∙ το συντηρητικό στοιχείο αντιδρά και ο αιρετικός καταγγέλεται στην Εκκλησία. Το πατριαρχείο τον καλεί να αποκηρύξει τη διδασκαλία του, διαφορετικά διατρέχει τον κίνδυνο του αφορισμού» (Α. Αγγέλου, «Η Εκπαίδευση», στην Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, τ. ΙΑ’, σ. 308).

Χαρακτηριστικός είναι ο διωγμός από την Εκκλησία του Μ. Ανθρακίτη. Η εκκλησία, με τη διδασκαλία των μαθηματικών και της γεωμετρίας από τον Ανθρακίτη, φοβόταν μήπως χάσει αυτή τον κυρίαρχο ρόλο που έπαιζε στην παιδεία του τόπου:

« Η επέμβαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτέλεσε στην ουσία μία θεαματική επίδειξη ισχύος του κατασταλτικού μηχανισμού της Εκκλησίας και ταυτόχρονα μια προειδοποίηση, προς όλους τους νεωτεριστές λόγιους της εποχής, για την τύχη που τους περίμενε αν παρέκκλιναν από τα εσκαμμένα» (Στ. Λαμνής, Τα Μαθηματικά και ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός επί Τουρκοκρατίας, εκδ. ΔΙΟΝ, σ.76).

Ας αναφέρουμε ενδεικτικά και τον αφορισμό του Χριστόδουλου Παμπλέκη:
Στο πρόσωπο του Χρ. Παμπλέκη, διαφωτιστή που είχε σαν πρότυπο τη διδασκαλία του Σωκράτη (Π. Κονδύλης, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδ. Θεμέλιο, σελ.33), η Ιερά Σύνοδος της Κων/πολης, εκτός από το να αφορίσει τον «Σατανά» (όπως πολύ χριστιανικά τον ονομάζει), βρήκε αφορμή να καταδικάσει τους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού διαφωτισμού: «Τούτους φαμέν...τους οποίους ο παμπόνηρος και μισάνθρωπος Δαίμων ηύρεν εις τους παρόντας αιώνας όργανα παντελούς ασεβείας και αθεΐας, τους Βολταίρους λέγομεν, και Φρανμαζόνας, και Ροσούς, και Σπινόζας» (Η Ελληνική Φιλοσοφία από το 1453 ως το 1821, επιμέλεια Ν. Ψημμένου, εκδ. Γνώση, τ. Β’, σ. 459).

Το πόσο συνετέλεσε η Εκκλησία στη διάδοση των Επιστημών και των Γραμμάτων του Γένους, το μαρτυρά η «Χριστιανική Απολογία» του Αθ. Πάριου, γραμμένη στα 1800: «Μακράν η διαλεκτική σχέση. Μακράν η πολύσχημος Γεωμετρία. Μακράν η κενέμφατος Άλγεβρα. Μακράν κάθε ανθρώπινη επιστήμη και μάθησις. Εις τα εξ αποκαλύψεως δεν ζητείται απόδειξις, αλλά πίστις» (στο ίδιο, σελ. 496). Κι όσοι υποστηρίξουν ότι ο Πάριος δεν μπορεί να εκφράζει την επίσημη στάση της Εκκλησίας (αν και διετέλεσε διευθυντής της πατριαρχικής Σχολής της Κων/πολης), ας γνωρίζουν ότι τον άνθρωπο αυτόν η Εκκλησία τον ανακήρυξε «Άγιο» το1995.

Οι ελληνορθόδοξοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων , χρήσιμο είναι να μάθουν επίσης την επίσημη στάση της Εκκλησίας απέναντι στους ευκλεείς προγόνους. Π.χ., ο «άγιος» Αθ. Πάριος, το 1802 «κατηγορεί τον Σωκράτη για τα ήθη του». Και «καμιά δωδεκαριά χρόνια αργότερα, ο οικουμενικός πατριάρχης, Κύριλλος Ζ’, εξέφραζε στον Κούμα την απορία του πώς οι λόγιοι του καιρού προτιμούσαν τον Θουκυδίδη και τον Δημοσθένη από τον Συνέσιο και από τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό» (Κ. Θ. Δημαράς, «Το Σχήμα του Διαφωτισμού», στην Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, τ. ΙΑ’, σελ. 351).


Αξίζει να αναφέρουμε μία ειδική περίπτωση από το χώρο των φυσικών επιστημών. Μέχρι και την Απελευθέρωση (αλλά και λίγο αργότερα), η Εκκλησία πολέμησε με μανία τη διδασκαλία του ηλιοκεντρικού συστήματος, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με την Αγία Γραφή (!!!) και το αριστοτελικό κοσμοείδωλο. Η εμμονή αυτή προκαλούσε το σαρκασμό του Β. Λέσβιου, απαντώντας πως «η φιλαυτία του ανθρώπου και η δύσληψις και όχι άλλο, είναι το αίτιον της ακινησίας της γης». Οι βολές του στρέφονται –με υπονοούμενο- στους εκκλησιαστικούς παράγοντες («επιστηθίους του θεού») , οι οποίοι εκμεταλευόμενοι την ευπιστία και ευσέβεια του απαίδευτου λαού, «όταν αδυνατούν να αντισταθούν φυσικώς εις ένα πεπαιδευμένον, αφήνουν τα φυσικά όπλα και πιάνουν τα θεία» (Η Ελλ. Φιλοσοφία από το 1453 ως το 1821, βλ. παραπάνω, σ. 366).

Το αστείο είναι ότι και μετά την Απελευθέρωση οι υπέρμαχοι της θρησκείας συνέχισαν ως ένα βαθμό το βιολί τους. Ας σημειωθεί εδώ η αποστροφή του λαϊκού ιεροκήρυκα Κοσμά Φλαμιάτου (1786-1852) για το κοπερνίκειο σύστημα και τις θεωρίες του Νεύτωνα, τις οποίες και αντιλαμβανόταν στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας συνωμοσίας και ραδιουργίας της Αγγλίας, που στόχο έχει τον αφανισμό της Ορθοδοξίας [σ.σ. η λογική του μήπως σας θυμίζει κάποιους;] (Μακρίδης , Β. , «Ορθόδοξη Εκκλησία και κοπερνίκειο κοσμοείδωλο στον ελληνικό χώρο μετά το 1821 και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα» , στο: Η Επιστημονική Σκέψη στον Ελληνικό Χώρο – 18ος-19ος αι. (Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε. , εκδ. Τροχαλία , 1998, σ. 218).

Και όπως συμβαίνει και σε όλους τους άλλους τομείς, έτσι κι εδώ η ιστορία ξαναγράφηκε, αυτή τη φορά "ορθά": ο Διομήδης Κυριακός, καθηγητής θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε πανηγυρικό λόγο του για τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών το 1885, προσπάθησε να ωραιοποιήσει και να εξιδανικεύσει το παρελθόν της Ορθόδοξης Εκκλησίας, λέγοντας μεταξύ άλλων και τα εξής: « Η ημετέρα Εκκλησία... δεν κατεδίωξέ ποτε Κοπερνίκους και Γαλιλαίους... ουδ’ εξεδόθη ποτέ εν αυτή εγκύκλιος και σύλλαβος κατά της επιστήμης και των προόδων αυτής. Οι κληρικοί ημών, ταύτα έχοντες υπ’ όψιν και συνεχίζοντες τας ωραίας παραδόσεις της ελληνικής Εκκλησίας, πρέπει να εξακολουθώσιν αγαπώντας πάντοτε την επιστήμη» (Μακρίδης, στο ίδιο, σ.224).


Γρηγόριος ο Ε’:

Ο απαγχονισμός του πατριάρχη είναι για την Εκκλησία το σύμβολο του δικού της Αγώνα και θυσίας στην απελευθέρωση των Ελλήνων. Ωστόσο ο βίος και η Πολιτεία του έρχονται σε αντίθεση μ’ αυτή την ρομαντική εικόνα: μας δίνουν την εικόνα ενός πατριάρχη ο οποίος, όπως και οι προκάτοχοί του, είχε την υποχρέωση να συγκρατεί και να αποτρέπει το ποίμνιο από κάθε ανατρεπτική διάθεση, και η αποτυχία του στην αποστολή αυτή, οδήγησε τελικά στην τιμωρία του.

Δεδομένου ότι πολλοί εθνικιστές έχουν σε εκτίμηση το πρόσωπο και το έργο του Δ. Λιαντίνη (του καθηγητή που αυτοκτόνησε στον Ταΰγετο το 1998), ας διαβάσουν τι λέει για τον πατριάρχη:

«Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’; Είναι εκείνος που σύνταξε το κείμενο του αφορισμού στα 1799. Και η εκκλησία το βρόντηξε αργότερα στην ανθρωπιά του Καΐρη. [...] Είναι ο ίδιος που αφόρισε τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς. [...] Θα μου ειπείς πως τον εκρέμασε ο σουλτάνος. Θα σου ειπώ, μα πώς αλλιώς λοιπόν; Επρόδωσε την καταχθόνια συμφωνία τους. Εκοιμήθηκε. Και χωρίς να το νιώσει άφηκε να ξεσφίξει η θηλειά στο λαιμό του ραγιά. [...] Είναι αυτός που στα 1819 με πατριαρχικό φιρμάνι απαγόρεψε στους παπάδες να βαφτίζουν τα παιδιά μας με ονόματα ελληνικά. Καταλαβαίνεις τι σου λέω, τίμιε αναγνώστη; [...] Είναι ο πατριάρχης που έσκασε από το κακό του, γιατί τον εμπόδισαν και δεν επρόφταξε να αφορίσει το Ρήγα. Το μεγαλομάρτυρα Ρήγα» (Δ. Λιαντίνης, Γκέμμα, εκδ. Βιβλιογονία, σελ.122).

Περισσότερες (και διαφωτιστικότερες) λεπτομέρειες για το ρόλο του πατριάρχη, θα βρείτε στο μπλογκ του Ροΐδη, σ’ ένα εξαιρετικό αφιέρωμα που ετοίμασε ο Λασκαράτος σε δύο μέρη (Α και Β ).

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και το λάβαρο της Επανάστασης:

Πρόκειται για έναν ακόμα αγαπημένο μύθο της ελληνορθοδοξίας, σύμφωνα με τον οποίο ο εν λόγω ιερέας έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα στις 25 Μαρτίου, στη μονή της Αγίας Λαύρας, και ο Αγώνας ξεκίνησε.

Γράφει ο Ροΐδης:

«Δεν είναι τιμητικό για την χώρα μας να πλαστογραφείται η Ιστορία και να εορτάζεται από θρησκευτική σκοπιμότητα ως εθνική επέτειος η ημέρα του Ευαγγελισμού. Ο μύθος του ελληνοχριστιανισμού και του «Θεού της Ελλάδος» απαιτούσε για την Επανάσταση, μια ιερή ημερομηνία όπως αυτή του Ευαγγελισμού, ένα μοναστήρι και έναν επίσκοπο και τα στρίμωξε όλα αυτά σε ένα παραμύθι που μπάζει από παντού. Είναι γνωστό, πως σε προγενέστερες ημερομηνίες είχαν ξεσηκωθεί τα Καλάβρυτα, η Βοστίτσα, η Καρύταινα, η Καλαμάτα, το Γύθειο, τα Σάλωνα και ο Πραστός. O ίδιος ο Π.Πατρών Γερμανός δεν αναφέρει στα απομνημονεύματά του, που έγραψε στα τελευταία του και πρωτοκυκλοφόρησαν το 1837, λέξη για την υποτιθέμενη συγκλονιστικότερη στιγμή της ζωής του. Η προφανούς σκοπιμότητας επινόηση της ημερομηνίας αυτής, που τίποτα δεν δικαιολογεί την συμπερίληψή της στις δέλτους της Ιστορίας, προήλθε το 1835 από τον Κωλέττη και υλοποιήθηκε το 1838» ( Πηγή: http://roides.wordpress.com/2008/03/25/25thmarch08 ).
Θα πρέπει πάντως εδώ να γίνει μια διευκρίνηση: Οι οπλαρχηγοί πράγματι σχεδιάζαν να ξεκινήσουν την Επανάσταση στον ελλαδικό χώρο στις 25 Μαρτίου, σκοπίμως για να συμπέσει με την ημέρα του Ευαγγελισμού. Ο Κολοκοτρώνης π.χ., γράφει στα απομνημονεύματά του: "...τους έλεγα, ότι την ημέρα του Ευαγγελισμού να είναι έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθεί εναντίον των Τούρκων" (Θ. Κολοκοτρώνη, Άπαντα, εκδ. Μέρμυγκας, σ. 277). Ωστόσο, "ο χρόνος της ενάρξεώς της προσδιορίστηκε από τις ειδικές συνθήκες σε κάθε επαρχία και από τα τοπικά επεισόδια, που είχαν προηγηθεί" (Έφη Αλλαμανή, "Η Έναρξη της Επαναστάσεως στην Ελλάδα", στην Ιστ. του Ελλ. Έθνους, τ.ΙΒ', σελ. 83).

Θα ήταν λάθος η διαπίστωση της φιλότουρκης στάσης του πατριαρχείου, να μας παρασύρει και να βάλουμε στο ίδιο τσουβάλι όλους τους κληρικούς, ή ακόμα και να αγνοήσουμε το θρησκευτικό αίσθημα των αγωνιστών εκείνης της εποχής.

Ο στόχος μας (όπως θα έχει ήδη φανεί) είναι πολύ συγκεκριμένος: να αναδείξουμε τους μύθους που ευρέως διαδίδει σήμερα η Εκκλησία (και σιγοντάρουν οι πολιτικοί) για το παρελθόν της, και να φανερώσουμε ότι η εικόνα της ως ένθερμου συμμάχου του ελληνισμού στις δύσκολες ώρες του, είναι ασύμβατη με τις ιστορικές μαρτυρίες, και ύποπτη.

Για το μύθο, λοιπόν, της Αγίας Λαύρας, έχουμε να προσθέσουμε τα εξής:

"Η ιστορική όμως αλήθεια απέχει πολύ από το θρύλο. Ούτε στις 25 Μαρτίου αλλά ούτε και στις 21 που έγινε η πρώτη πολεμική επιχείρηση βρισκόταν κανείς στην Αγία Λαύρα. [...] Σ' εκείνον που κατεξοχήν οφείλεται ο θρύλος της Αγίας Λαύρας είναι ο Γάλλος ιστορικός Πουκεβίλ, που έγραψε το 1824 την ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως. Εκεί περιγράφει με φανταστικές τελείως λεπτομέρειες τη δοξολογία που έγινε στην Αγία Λαύρα, τον λόγο που εκφώνησε ο Π. Π. Γερμανός, την ορκωμοσία των παλικαριών κλπ" (Εφη Αλλαμανή, στο ίδιο, σ. 83-4).

ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:


Ξεκινήσαμε από την κορυφή του παγόβουνου, με ένα θρησκευτικά προκατειλημένο άρθρο σε μία πολιτική εφημερίδα, για να εξετάσουμε τη σχέση του ΛΑΟΣ με την ορθόδοξη Εκκλησία, κι αν τελικά η ιστορία της Εκκλησίας ανταποκρίνεται στα εθνικιστικά ιδεώδη.

Είδαμε ότι η επίσημη Εκκλησία έπαιξε ρόλο αντίθετο από το «ηρωικό ελληνικό πνεύμα» και το «πατριωτικό ιδεώδες» που έχει σαν πρότυπο το κόμμα του κου Καρατζαφέρη. Ωστόσο το «πατριωτικό» ΛΑΟΣ, αντί να καταδικάσει (ως θα όφειλε) την ιστορία της επίσημης Εκκλησίας, από τις απαρχές της ως την Επανάσταση τουλάχιστον, αγκαλιάζει με στοργή τα ψέματά της, τα διαδίδει, και, το χειρότερο, είναι πρόθυμο να εξαπολήσει λιβέλους στους αμφισβητίες της Εκκλησίας, που για την εθνικιστική δεξιά ισοδυναμούν με εχθρούς της πατρίδας!

Η αντίρρηση που πιθανότητα θα προβάλει από τον παραπάνω ισχυρισμό, είναι τα παραδείγματα ιερέων με φωτισμένα μυαλά και αγωνιστικό πνεύμα. Οι περιπτώσεις όμως αυτές δεν αναιρούν την επίσημη στάση της Εκκλησίας, ούτε ελαφρώνουν τη θέση της. Πάντοτε επίσημη γραμμή της Εκκλησίας ήταν και είναι να πηγαίνει με το νικητή (όποιος κι αν είναι), και να επικαλείται σαν πρόσχημα ότι το κάνει για το καλό του ποιμνίου της. Οι εξαιρέσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αλλά και για να αποτελούν ένα ικανό άλλοθι στην αλλαγή στρατηγικής (π.χ. στη μεταμόρφωση από υπηρέτη του σουλτάνου σε απελευθερωτή του έθνους).

Κανείς δεν έχει δικαίωμα να ψέξει την Εκκλησία για την τακτική και τη διπλωματία της, που φυσικά άλλο στόχο δεν έχει από το να ευημερεί και να αυξάνει τη δύναμη της. Έχει όμως κάθε δικαίωμα να της ασκεί κριτική, όταν αυτή μπαίνει σε ξένα χωράφια, και διεκδικεί από την ιστορία χρυσές σελίδες με ξένα κόλυβα, είτε –στην ανάγκη – κατασκευάζει τη δική της εκδοχή της ιστορίας. Και προπαντώς όταν η «απόλυτη αλήθεια» της θέλει να επιβληθεί στις διαφορετικές αλήθειες της πολιτικοκοινωνικής μας ζωής.

Ας ελπίσουμε ότι η (ως τώρα) στάση του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου να γίνει παράδειγμα για μερικούς εκπροσώπους του θεού και πολιτικάντιδες, που κοιμούνται κι ονειρεύονται λειτουργίες στην Αγια-Σοφιά, πλάι στον ξε-μαρμαρωμένο Παλαιολόγο!

Κάπου εδώ πάντως έρχεται το ΛΑΟΣ. Το να πιστεύει καθένας ό,τι θέλει είναι αναφαίρετο δικαίωμά του. Όταν όμως η πίστη του ενσωματώνεται στην πολιτική γραμμή μιας κοινωνίας, μία πίστη που βασίζεται σε απόλυτες και αιώνιες αλήθειες δοσμένες από το θεό και τους εκλεκτούς εκπροσώπους Του, τότε έχουμε κάθε λόγο να φοβόμαστε ότι ο ορθολογισμός και η δημοκρατία στην κοινωνία αυτή βρίσκονται σε κίνδυνο.

Η δεύτερη (και αφελής) αντίρρηση είναι ότι η πίστη δεν έχει σχέση με τα σφάλματα της Εκκλησίας, κι ότι οι εκπρόσωποί της, άνθρωποι είναι και θα κάνουν λάθη. Έτσι και το ΛΑΟΣ, στηρίζει την «αγνή» πίστη στο λόγο του Θεού, όχι στα παραστρατήματα των εκπροσώπων του.

Το πρώτο σκέλος της αντίρρησης, εάν διατυπώνεται από χείλη ορθοδόξων, δείχνει το βαθμό άγνοιας για το συγκεκριμένο δόγμα.

«Σε αντίθεση με τον Προτεσταντισμό, που στηρίζεται γενικά μόνο στην Αγία Γραφή ως αποκλειστική και έσχατη δογματική αρχή (sola scriptura) η Ορθοδοξία βασίζεται στην Ιερά Παράδοση, έναν ευρύ όρο που περιλαμβάνει τη Βίβλο, τα διατάγματα των επτά Οικουμενικών Συνόδων, τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, καθώς επίσης τους ιερούς κανόνες των τοπικών Συνόδων, τα λειτουργικά κείμενα και άλλες πρωτοχριστιανικές ή νεότερες πηγές» (Πηγή: el.wikipedia.org).

Επομένως, κάθε προσπάθεια αποσύνδεσης της Παλαιάς από την Καινή Διαθήκη (βλ. π.χ. Πλεύρης), κάθε αμφισβήτηση της δράσης «αγίων» ή της θεόπνευστης Εκκλησίας, αυτομάτως σημαίνει απομάκρυνση από την ορθοδοξία, και είσοδο στον τρισκατάρατο κόσμο της «αίρεσης».

Το δεύτερο σκέλος της παραπάνω αντίρρησης απλά διαψεύδεται από την εμπειρία. Όπως δείξαμε και στην αρχή, το «Ο.Σ.» του ΛΑΟΣ δεν είναι απλά η «προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος» σε ένα ανεξίθρησκο κόμμα, αλλά η ταύτιση και συμπόρευση ενός κόμματος που υποτίθεται θέλει να ενώσει όλους τους Έλληνες, με εκπροσώπους ενός δόγματος που έχουν πολλάκις διαστρεβλώσει την ελληνική ιστορία και έχουν καταδικάσει προοδευτικές ιδέες.

Μην ξεχνάμε ότι δεν πρόκειται μόνο για ορθόδοξο ΚΟΜΜΑ (ΛΑ.Ο.Κ.), αλλά για ορθόδοξο ΣΥΝΑΓΕΡΜΟ. Και μόνο η επιλογή των λέξεων είναι αδύνατον να αποτρέψει τους συνειρμούς που οδηγούν σε θεοκρατικά καθεστώτα. Και πώς αλλιώς! Σε λάτρεις του «ένδοξού μας βυζαντινισμού» αναφερόμαστε!



Κλείνω τούτο το μακρύ σινδόνιον αφιερώνοντας στους εκπροσώπους και λάτρεις του βυζαντινισμού μας δύο μισελληνοεβραιοκινούμενες παραπομπές:

Η πρώτη είναι φυσικά ολόκληρο το ιστολόγιο του Ροΐδη , στο οποίο άλλωστε η παρούσα ανάρτηση οφείλει πολλά.

Η δεύτερη είναι μερικές δραστηριότητες (και συνέπειες) των εκπροσώπων του θεού, με την καθοδήγηση πάντα του Αγίου Πνεύματος (αυτού που τίμησε και την κάρα του Καρατζαφέρη):

http://www.asda.gr/elxoroi/ekklisia.htm


Όσο για μένα, προκειμένου να μην καώ αιωνίως στο πυρ το εξώτερον για τούτα τα σατανικά μου γράμματα, σπεύδω να διαθέσω τον εβραϊκό μισθό μου αγοράζοντας ιερά +πασουμάκια+ και +σκουφάκιον+, τα οποία μεταδίδουν τη θεία χάρη αυτομάτως, στην προνομιακή τιμή των 1.300 Ευρώ !

Βοήθειά μας.



-----------------------------------------------------------------

Οι φωτογραφίες (με τη σειρά που εμφανίζονται) είναι μια ευγενική χορηγία (θέλω να πιστεύω, μιας και δεν τους ρώτησα) των:









_____________________________

Παλιά σχόλια (183): Σελ.2 , Σελ.1
Κοινοποιήστε το στο..
 
Υποσέλιδο
Κορυφή