Το παρόν κείμενο είναι μια συνοπτική παρουσίαση της κατάστασης των μειονοτήτων κυρίως κατά την μεταξική περίοδο και δεν αποτελεί εξειδικευμένη μελέτη για τα επιμέρους θέματα που παρουσιάζονται περιληπτικά. Αυτά ίσως παρουσιαστούν σε μελλοντικά ποστ κατά περίπτωση - καθώς ο όγκος του υλικού είναι πολύ μεγάλος - και θα ασχοληθούμε με κάποια αναλυτικά στο μέλλον. Προς το παρόν, με αφορμή την “εθνοσωτήρια” επέτειο ας κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στις λιγότερο συζητημένες πτυχές της μεταξικής δικτατορίας.
Ο Σπύρος Λιναρδάτος διαχωρίζει εύστοχα τα χαρακτηριστικά της μεταξικής δικτατορίας και της χούντας του ‘67 οπότε τα παρουσιάζω τα κύρια σημεία γιατί εξυπηρετεί την κατανόηση και το σκοπό του παρόντος κειμένου. Και οι δυο δικτατορίες - γράφει - έγιναν στο όνομα του «κομουνιστικού κινδύνου». Και οι δύο στράφηκαν κατά των κομμάτων που τα κατηγόρησαν για διεφθαρμένα, φαυλοκρατικά και ξεπερασμένα. Και οι δύο δικτατορίες εξαπέλυσαν πατριδοκαπηλική δημαγωγία, ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετούσαν ξένα συμφέροντα. Ο Μεταξάς τους Άγγλους και ο Παπαδόπουλος τους Αμερικανούς. Η βασική τους όμως διαφορά ήταν πως η 4η Αυγούστου ήταν περισσότερο αστυνομικό καθεστώς, ενώ η Χούντα στηρίχτηκε κυρίως στον στρατό.
Το τελευταίο σημείο αποτελεί την κρίσιμη καμπή, η πολιτική για την διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας καθοδηγείται από το τρίπτυχο δάσκαλος - παπάς - χωροφύλακας. Έτσι, η ελληνική επαρχία πλήρωσε το μεγαλύτερο κόστος από την επιβολή του καθεστωτικού τρίπτυχου με την πραξικοπηματική άνοδο του Ιωάννη Μεταξά και την υιοθέτηση σκληρών μέτρων για τον “εξελληνισμό” της υπαίθρου. Τα κυριότερα όπλα του καθεστώτος ήταν η απαγόρευση των “ξένων” ιδιωμάτων και ο εξελληνισμός των “ξένων” τοπωνύμιων.
Με την ενσωμάτωση της Μακεδονίας μετά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο, το ελληνικό κράτος βρέθηκε σε δυσχερή θέση αντιμετωπίζοντας μεγάλες δυσκολίες στο συγχρωτισμό των ντόπιων πληθυσμών με τους Μικρασιάτες Έλληνες και τους Πόντιους μετανάστες σε συνδυασμό με τις έντονες διπλωματικές πιέσεις της Γιουγκοσλαβίας (δηλαδή η Σερβία), της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας για την αναγνώριση των μειονοτήτων της Μακεδονίας. Επιπλέον ο ελληνικός εθνικισμός συχνά αυτονομούνταν από την επίσημη κυβερνητική και διπλωματική γραμμή με συνέπεια να εκτίθεται η Ελλάδα διεθνώς και να παραχωρεί κάθε τόσο διπλωματικές υποχωρήσεις στα γειτονικά κράτη.
Είναι αλήθεια ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν διαλλακτικός απέναντι στα δικαιώματα των μειονοτήτων καθώς τότε η νεοσύστατη Κοινωνία των Εθνών είχε υπό στενή παρακολούθηση τα βαλκανικά κράτη και οι Μεγάλες Δυνάμεις απαιτούσαν να μην επαναληφθεί το σκηνικό του Α’ ΠΠ. Οι παραχωρήσεις του Βενιζέλου είχαν κυρίως εκπαιδευτική μορφή, είχε αναγνωρίσει το δικαίωμα στις μειονότητες ν’ ανοίγουν σχολεία στη δική τους γλώσσα. Μάλιστα, σε μια περίπτωση είχε συμφωνήσει στην απαίτηση του Βελιγραδίου για άνοιγμα σερβικού σχολείου στη Θεσσαλονίκη για διπλωματικούς λόγους βεβαίως. Έτσι όλη αυτή η ανοχή είχε δυσαρεστήσει τους κύκλους των εθνικιστών που δεν έβλεπαν την ώρα για δραστικές επεμβάσεις. Εκείνη την εποχή οι Βλάχοι είχαν γίνει μήλο της έριδος κάτω από την κηδεμονία της ρουμανικής εθνικιστικής πολιτικής. Το 1929 η Ρουμανία μπλόκαρε το μεταναστευτικό ρεύμα των Κουτσόβλαχων προς τη χώρα της, γύρω στα 2000 άτομα, εγείροντας στην Ελλάδα μειονοτικό ζήτημα όταν αποκαλύφτηκε πως επιτήδειοι έπειθαν τους χωρικούς να τους πουλήσουν τα κτήματα για να πάνε στο Βουκουρέστι επειδή τάχα “θα έβρισκαν καλύτερη ζωή”. Παρά τα διάφορα γεγονότα, οι Βλάχοι παρέμειναν στην Ελλάδα διεκδικώντας την πολιτιστική αυτονομία τους. Οι Βλάχοι έχουν δεδηλωμένη ελληνική συνείδηση αν και παραμένουν πεισματικά δίγλωσσοι, σε αντίθεση με τους Αρβανίτες που ξεχνούν σταδιακά τη μητρική τους γλώσσα. Οι Αρβανίτες που δεν μπορούσαν να «εκμηδενίσουν» το γλωσσικό τους ιδίωμα σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα ήταν κυρίως από την Ήπειρο, την Φλώρινα και την Καστοριά. Να σημειώσουμε εδώ πως η αφομοίωση των υπολοίπων Αρβανιτών στον κορμό του ελληνικού έθνους ήταν αναπόφευκτη για ένα πολύ απλό λόγο: οι Αρβανίτες ήταν διασπαρμένοι σε όλο τον ελλαδικό χώρο με συνέπεια να γίνεται με ευκολία η ανάμειξη μεταξύ των πληθυσμών. Είναι χαρακτηριστικό πάντως πως στη Σαλαμίνα τα αρβανίτικα ομιλούνται ακόμα και σήμερα ως κύρια γλώσσα ανάμεσα στους ντόπιους νησιώτες. Παρόλ’ αυτά οι Βλάχοι έχουν κατακτήσει το δικαίωμα να συμμετέχουν σε δημόσιες θέσεις και να παραμένουν ταυτόχρονα πολιτισμικά αυτοτελείς. Σε αυτό το γεγονός η προσφορά τους στο κράτος είναι αναμφισβήτητη, λόγου χάρη τα μεγαλύτερα δημόσια κτίρια στο κέντρο της Αθήνας, από το Ζάππειο Μέγαρο μέχρι το Παναθηναϊκό Στάδιο, οφείλονται σε ακαταπόνητους Βλάχους επιχειρηματίες και πολιτικούς.
Για τους Πομάκους, η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική από τη συνήθη οπτική. Σήμερα οι περισσότεροι συμφωνούν πως οι Πομάκοι είναι εξισλαμισθέντες σλαβικής καταγωγής. Έτσι, ο βασικός λόγος που οι ελληνικές κυβερνήσεις ήταν αρκετά διαλλακτικές τόσο ως προς τη θρησκεία τους όσο και ως προς τη γλώσσα τους, έστω περιορίζοντάς τους και εξαναγκάζοντάς τους να ζουν αποκλεισμένοι υπό το ασφυκτικό στρατιωτικό και αστυνομικό έλεγχο, ήταν η αποτροπή των βουλγαρικών αξιώσεων να αναγνωριστούν οι Πομάκοι ως Βούλγαροι και έτσι να δικαιολογήσουν επιθετικά την πρόσβαση στο Αιγαίο. Να λοιπόν ποια είναι η εξήγηση για την πολύχρονη διπλωματική διελκυστίνδα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η Ελλάδα κατά τη συνήθη πρακτική της όρισε ως εθνοφυλετικό κριτήριο τη θρησκεία για λόγους πολιτικοστρατιωτικού συμφέροντος. Στην ουσία, το πομακικό ζήτημα είναι κατασκευασμένο από την Ελλάδα και δώρο προς την Τουρκία...
Αυτοί όμως που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος της απαγόρευσης της γλώσσας τους ήταν οι Σλαβομακεδόνες λόγω της σερβικής και της βουλγαρικής επιρροής. Αν πιστεύετε ακόμα πως οι Σέρβοι είναι “αδέρφια μας”, μάλλον καλό θα ήταν να κάνω ένα ξεχωριστό ποστ για τους “δεσμούς αίματος” που έχουμε με τους “ομόδοξους”. Η συντονισμένη απαγόρευση της σλαβοφωνίας ξεκίνησε λοιπόν από την δικτατορία του Πάγκαλου για να αποκτήσει μεγαλύτερες διαστάσεις από τον Μεταξά. Είναι χαρακτηριστικό ένα υπόμνημα του δεξιού πολιτευτή της Μακεδονικής Ενώσεως (1935-6) Σωτήριου Γκοτζαμάνη προς τον δικτάτορα: «Το να υβρίζονται γέροντες και γραίαι καθ’ οδόν ή να σύρωνται εις το αστυνομικόν τμήμα διότι αγνοούν την ελληνικήν είναι σύστημα άδικον, μετατοπίζον την ευθύνη μια πραγματικότητος από την ιστορίαν και το Κράτος εις τον ανεύθυνον εν προκειμένω ιδιώτην». Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το μεταξικό καθεστώς άρχισε να εφαρμόζει μαζικές εκτοπίσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στα νησιά του Αιγαίου και να κηρύξει με το ΑΝ 376/1936 τις σλαβόφωνες περιοχές «αμυντικές περιοχές», δηλαδή είχαν το χαρακτήρα της Επιτηρούμενης Ζώνης όπως συνέβη λίγο αργότερα και στους Πομάκους.
Έτσι, το μεταξικό καθεστώς προσπάθησε να τους “εξελληνίσει” όλους αυτούς τους επαρχιακούς πληθυσμούς με βίαιο τρόπο. Οι κυριότεροι μοχλοί πίεσης στις μειονότητες ήταν η υποχρεωτική παρακολούθηση νυχτερινών σχολείων και η απαγόρευση δημόσιας χρήσης των “ξένων” ιδιωμάτων με πολυήμερες ποινές φυλάκιση. Αλλά οι τιμωρίες ήταν συχνά σωματικές, από την εξαναγκαστική κατάποση ρετσινόλαδου μέχρι το ξυλοδαρμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις εφαρμόστηκε και η ποινή της εξορίας. Έτσι, όπως είπαμε πιο πάνω, η πολιτική για την κοινωνική διαμόρφωση της ελληνικής επαρχίας καθοδηγείται από το τρίπτυχο δάσκαλος - παπάς - χωροφύλακας. Ο δάσκαλος ως όρος εκπαιδευτικής συνοχής, ο παπάς ως θρησκευτικός διαμεσολαβητής και ο χωροφύλακας ως εκτελεστικό όργανο της εξουσίας, δηλαδή του μεταξικού καθεστώτος.
Η χωροφυλακή είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση που δεν γνωρίζω αν έχει μελετηθεί ενδελεχώς από νηφάλια ιστορική οπτική. Το βέβαιο είναι πως οι χωροφύλακες δεν ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις ντόπιοι, για παράδειγμα η διαβόητη Κρητική Χωροφυλακή που δρούσε στα μακεδονικά εδάφη. Σε μια άλλη περίπτωση, ο Μεταξάς έκρινε σκόπιμο να μετεγκαταστήσει Σαρακατσάνους νομάδες για να τους διορίσει χωροφύλακες επειδή ήθελε άμεση κι αποτελεσματική δράση «ενάντια» στους ντόπιους πληθυσμούς.
Όλες αυτές οι ακρότητες προβλημάτισαν ακόμα και αρκετούς εθνικιστές της εποχής. Σε ένα ακόμα χαρακτηριστικό κείμενο της εποχής, ο Σίμος Στανόης γράφει προς τον Φίλιππο Δραγούμη το 1937: «Ο κόσμος όλος έχει φθάσει εις απελπισίαν, έφθασαν σε σημείο Έλληνες να γίνουν Βούλγαροι διότι όλους [ο νομάρχης τούς] αποκαλεί Βουλγάρους και κανέναν δε σέβεται. Μα χάλασεν όλην την εργασίαν που είχομε κάμνει εδώ». Όπου η εργασία του ήταν μεν ο εξελληνισμός των ντόπιων αλλά με τη μορφή κατηχήσεων μέσω ομάδων νέων.
Μια από τις συνέπειες αυτής της μαζικής αγανάκτησης ήταν ο προσεταιρισμός των Βλάχων από την φασιστική Ιταλία και τους εθνικιστές της Ρουμανίας για να θέσουν τις βάσεις για τη δημιουργία ανεξάρτητου Κουτσοβλαχικού κράτους, το γνωστό μας Πριγκηπάτο της Πίνδου. Το φανερά φαιδρό εγχείρημα υπήρξε βραχύβιο καθώς μια από τις αιτίες είναι ότι δεν συμφωνούσαν οι περισσότεροι Βλάχοι που κατόρθωναν να διατηρούν την πολιτιστική αυτονομία τους. Όμως, περισσότερο τραγική ήταν η κατάληξη των Τσάμηδων, που από μόνοι τους είναι ένα τεράστιο όσο κι ανεξερεύνητο κεφάλαιο εξαιτίας και του αλβανικού εθνικισμού. Αφού υποδέχτηκαν τους Ιταλούς στρατιώτες του Μουσολίνι ως “ελευθερωτές” και συμμάχησαν μαζί με τους Γερμανούς κατακτηκές σκοτώνοντας και λεηλατώντας τους χριστιανικούς πληθυσμούς, το 1944 εκδιώχθηκαν βίαια στην Αλβανία από το μένος της ελληνικής αντεκδίκησης. Ήταν η τελευταία εθνοκάθαρση που έζησε η σύγχρονη Ελλάδα.
Η αντιπαλότητα των εθνικιστών απέναντι στη δυσφημισμένη έννοια της πολυπολιτισμικότητας δεν έχει ακριβώς εξωτερικά ερείσματα, λόγω των μεταναστών όπως θα νόμιζε κανείς εξαιτίας του πρόσφατου θορύβου για το μεταναστευτικό νομοσχέδιο και την κρίση απέναντι στη δημιουργία των γκέτο στα αστικά κέντρα, αλλά κυρίως εσωτερικά, προέρχονται από την αντίληψη πως το “διαφορετικό” δεν είναι το “εθνικά ορθό”. Οι διαχρονικές κρίσεις των μειονοτήτων στην Ελλάδα, από τη σύσταση του νεοελληνικού έθνους έως την ενσωμάτωση της Μακεδονίας και της Θράκης, καταδεικνύουν την πολιτική του παραλόγου όπως εκφράστηκε δεκαετίες νωρίτερα από την παπαρηγοπούλια ιστορική αισθητική ως τις σύγχρονες αντιφάσεις της στρατευμένης ιστοριογραφίας.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Σπύρος Λιναρδάτος, Πως Φτάσαμε στην 4η Αυγούστου, εκδ. το ΒΗΜΑ
Ο Σπύρος Λιναρδάτος διαχωρίζει εύστοχα τα χαρακτηριστικά της μεταξικής δικτατορίας και της χούντας του ‘67 οπότε τα παρουσιάζω τα κύρια σημεία γιατί εξυπηρετεί την κατανόηση και το σκοπό του παρόντος κειμένου. Και οι δυο δικτατορίες - γράφει - έγιναν στο όνομα του «κομουνιστικού κινδύνου». Και οι δύο στράφηκαν κατά των κομμάτων που τα κατηγόρησαν για διεφθαρμένα, φαυλοκρατικά και ξεπερασμένα. Και οι δύο δικτατορίες εξαπέλυσαν πατριδοκαπηλική δημαγωγία, ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετούσαν ξένα συμφέροντα. Ο Μεταξάς τους Άγγλους και ο Παπαδόπουλος τους Αμερικανούς. Η βασική τους όμως διαφορά ήταν πως η 4η Αυγούστου ήταν περισσότερο αστυνομικό καθεστώς, ενώ η Χούντα στηρίχτηκε κυρίως στον στρατό.
Το τελευταίο σημείο αποτελεί την κρίσιμη καμπή, η πολιτική για την διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας καθοδηγείται από το τρίπτυχο δάσκαλος - παπάς - χωροφύλακας. Έτσι, η ελληνική επαρχία πλήρωσε το μεγαλύτερο κόστος από την επιβολή του καθεστωτικού τρίπτυχου με την πραξικοπηματική άνοδο του Ιωάννη Μεταξά και την υιοθέτηση σκληρών μέτρων για τον “εξελληνισμό” της υπαίθρου. Τα κυριότερα όπλα του καθεστώτος ήταν η απαγόρευση των “ξένων” ιδιωμάτων και ο εξελληνισμός των “ξένων” τοπωνύμιων.
Με την ενσωμάτωση της Μακεδονίας μετά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο, το ελληνικό κράτος βρέθηκε σε δυσχερή θέση αντιμετωπίζοντας μεγάλες δυσκολίες στο συγχρωτισμό των ντόπιων πληθυσμών με τους Μικρασιάτες Έλληνες και τους Πόντιους μετανάστες σε συνδυασμό με τις έντονες διπλωματικές πιέσεις της Γιουγκοσλαβίας (δηλαδή η Σερβία), της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας για την αναγνώριση των μειονοτήτων της Μακεδονίας. Επιπλέον ο ελληνικός εθνικισμός συχνά αυτονομούνταν από την επίσημη κυβερνητική και διπλωματική γραμμή με συνέπεια να εκτίθεται η Ελλάδα διεθνώς και να παραχωρεί κάθε τόσο διπλωματικές υποχωρήσεις στα γειτονικά κράτη.
Είναι αλήθεια ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν διαλλακτικός απέναντι στα δικαιώματα των μειονοτήτων καθώς τότε η νεοσύστατη Κοινωνία των Εθνών είχε υπό στενή παρακολούθηση τα βαλκανικά κράτη και οι Μεγάλες Δυνάμεις απαιτούσαν να μην επαναληφθεί το σκηνικό του Α’ ΠΠ. Οι παραχωρήσεις του Βενιζέλου είχαν κυρίως εκπαιδευτική μορφή, είχε αναγνωρίσει το δικαίωμα στις μειονότητες ν’ ανοίγουν σχολεία στη δική τους γλώσσα. Μάλιστα, σε μια περίπτωση είχε συμφωνήσει στην απαίτηση του Βελιγραδίου για άνοιγμα σερβικού σχολείου στη Θεσσαλονίκη για διπλωματικούς λόγους βεβαίως. Έτσι όλη αυτή η ανοχή είχε δυσαρεστήσει τους κύκλους των εθνικιστών που δεν έβλεπαν την ώρα για δραστικές επεμβάσεις. Εκείνη την εποχή οι Βλάχοι είχαν γίνει μήλο της έριδος κάτω από την κηδεμονία της ρουμανικής εθνικιστικής πολιτικής. Το 1929 η Ρουμανία μπλόκαρε το μεταναστευτικό ρεύμα των Κουτσόβλαχων προς τη χώρα της, γύρω στα 2000 άτομα, εγείροντας στην Ελλάδα μειονοτικό ζήτημα όταν αποκαλύφτηκε πως επιτήδειοι έπειθαν τους χωρικούς να τους πουλήσουν τα κτήματα για να πάνε στο Βουκουρέστι επειδή τάχα “θα έβρισκαν καλύτερη ζωή”. Παρά τα διάφορα γεγονότα, οι Βλάχοι παρέμειναν στην Ελλάδα διεκδικώντας την πολιτιστική αυτονομία τους. Οι Βλάχοι έχουν δεδηλωμένη ελληνική συνείδηση αν και παραμένουν πεισματικά δίγλωσσοι, σε αντίθεση με τους Αρβανίτες που ξεχνούν σταδιακά τη μητρική τους γλώσσα. Οι Αρβανίτες που δεν μπορούσαν να «εκμηδενίσουν» το γλωσσικό τους ιδίωμα σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα ήταν κυρίως από την Ήπειρο, την Φλώρινα και την Καστοριά. Να σημειώσουμε εδώ πως η αφομοίωση των υπολοίπων Αρβανιτών στον κορμό του ελληνικού έθνους ήταν αναπόφευκτη για ένα πολύ απλό λόγο: οι Αρβανίτες ήταν διασπαρμένοι σε όλο τον ελλαδικό χώρο με συνέπεια να γίνεται με ευκολία η ανάμειξη μεταξύ των πληθυσμών. Είναι χαρακτηριστικό πάντως πως στη Σαλαμίνα τα αρβανίτικα ομιλούνται ακόμα και σήμερα ως κύρια γλώσσα ανάμεσα στους ντόπιους νησιώτες. Παρόλ’ αυτά οι Βλάχοι έχουν κατακτήσει το δικαίωμα να συμμετέχουν σε δημόσιες θέσεις και να παραμένουν ταυτόχρονα πολιτισμικά αυτοτελείς. Σε αυτό το γεγονός η προσφορά τους στο κράτος είναι αναμφισβήτητη, λόγου χάρη τα μεγαλύτερα δημόσια κτίρια στο κέντρο της Αθήνας, από το Ζάππειο Μέγαρο μέχρι το Παναθηναϊκό Στάδιο, οφείλονται σε ακαταπόνητους Βλάχους επιχειρηματίες και πολιτικούς.
Για τους Πομάκους, η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική από τη συνήθη οπτική. Σήμερα οι περισσότεροι συμφωνούν πως οι Πομάκοι είναι εξισλαμισθέντες σλαβικής καταγωγής. Έτσι, ο βασικός λόγος που οι ελληνικές κυβερνήσεις ήταν αρκετά διαλλακτικές τόσο ως προς τη θρησκεία τους όσο και ως προς τη γλώσσα τους, έστω περιορίζοντάς τους και εξαναγκάζοντάς τους να ζουν αποκλεισμένοι υπό το ασφυκτικό στρατιωτικό και αστυνομικό έλεγχο, ήταν η αποτροπή των βουλγαρικών αξιώσεων να αναγνωριστούν οι Πομάκοι ως Βούλγαροι και έτσι να δικαιολογήσουν επιθετικά την πρόσβαση στο Αιγαίο. Να λοιπόν ποια είναι η εξήγηση για την πολύχρονη διπλωματική διελκυστίνδα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η Ελλάδα κατά τη συνήθη πρακτική της όρισε ως εθνοφυλετικό κριτήριο τη θρησκεία για λόγους πολιτικοστρατιωτικού συμφέροντος. Στην ουσία, το πομακικό ζήτημα είναι κατασκευασμένο από την Ελλάδα και δώρο προς την Τουρκία...
Αυτοί όμως που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος της απαγόρευσης της γλώσσας τους ήταν οι Σλαβομακεδόνες λόγω της σερβικής και της βουλγαρικής επιρροής. Αν πιστεύετε ακόμα πως οι Σέρβοι είναι “αδέρφια μας”, μάλλον καλό θα ήταν να κάνω ένα ξεχωριστό ποστ για τους “δεσμούς αίματος” που έχουμε με τους “ομόδοξους”. Η συντονισμένη απαγόρευση της σλαβοφωνίας ξεκίνησε λοιπόν από την δικτατορία του Πάγκαλου για να αποκτήσει μεγαλύτερες διαστάσεις από τον Μεταξά. Είναι χαρακτηριστικό ένα υπόμνημα του δεξιού πολιτευτή της Μακεδονικής Ενώσεως (1935-6) Σωτήριου Γκοτζαμάνη προς τον δικτάτορα: «Το να υβρίζονται γέροντες και γραίαι καθ’ οδόν ή να σύρωνται εις το αστυνομικόν τμήμα διότι αγνοούν την ελληνικήν είναι σύστημα άδικον, μετατοπίζον την ευθύνη μια πραγματικότητος από την ιστορίαν και το Κράτος εις τον ανεύθυνον εν προκειμένω ιδιώτην». Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το μεταξικό καθεστώς άρχισε να εφαρμόζει μαζικές εκτοπίσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στα νησιά του Αιγαίου και να κηρύξει με το ΑΝ 376/1936 τις σλαβόφωνες περιοχές «αμυντικές περιοχές», δηλαδή είχαν το χαρακτήρα της Επιτηρούμενης Ζώνης όπως συνέβη λίγο αργότερα και στους Πομάκους.
Έτσι, το μεταξικό καθεστώς προσπάθησε να τους “εξελληνίσει” όλους αυτούς τους επαρχιακούς πληθυσμούς με βίαιο τρόπο. Οι κυριότεροι μοχλοί πίεσης στις μειονότητες ήταν η υποχρεωτική παρακολούθηση νυχτερινών σχολείων και η απαγόρευση δημόσιας χρήσης των “ξένων” ιδιωμάτων με πολυήμερες ποινές φυλάκιση. Αλλά οι τιμωρίες ήταν συχνά σωματικές, από την εξαναγκαστική κατάποση ρετσινόλαδου μέχρι το ξυλοδαρμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις εφαρμόστηκε και η ποινή της εξορίας. Έτσι, όπως είπαμε πιο πάνω, η πολιτική για την κοινωνική διαμόρφωση της ελληνικής επαρχίας καθοδηγείται από το τρίπτυχο δάσκαλος - παπάς - χωροφύλακας. Ο δάσκαλος ως όρος εκπαιδευτικής συνοχής, ο παπάς ως θρησκευτικός διαμεσολαβητής και ο χωροφύλακας ως εκτελεστικό όργανο της εξουσίας, δηλαδή του μεταξικού καθεστώτος.
Η χωροφυλακή είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση που δεν γνωρίζω αν έχει μελετηθεί ενδελεχώς από νηφάλια ιστορική οπτική. Το βέβαιο είναι πως οι χωροφύλακες δεν ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις ντόπιοι, για παράδειγμα η διαβόητη Κρητική Χωροφυλακή που δρούσε στα μακεδονικά εδάφη. Σε μια άλλη περίπτωση, ο Μεταξάς έκρινε σκόπιμο να μετεγκαταστήσει Σαρακατσάνους νομάδες για να τους διορίσει χωροφύλακες επειδή ήθελε άμεση κι αποτελεσματική δράση «ενάντια» στους ντόπιους πληθυσμούς.
Όλες αυτές οι ακρότητες προβλημάτισαν ακόμα και αρκετούς εθνικιστές της εποχής. Σε ένα ακόμα χαρακτηριστικό κείμενο της εποχής, ο Σίμος Στανόης γράφει προς τον Φίλιππο Δραγούμη το 1937: «Ο κόσμος όλος έχει φθάσει εις απελπισίαν, έφθασαν σε σημείο Έλληνες να γίνουν Βούλγαροι διότι όλους [ο νομάρχης τούς] αποκαλεί Βουλγάρους και κανέναν δε σέβεται. Μα χάλασεν όλην την εργασίαν που είχομε κάμνει εδώ». Όπου η εργασία του ήταν μεν ο εξελληνισμός των ντόπιων αλλά με τη μορφή κατηχήσεων μέσω ομάδων νέων.
Μια από τις συνέπειες αυτής της μαζικής αγανάκτησης ήταν ο προσεταιρισμός των Βλάχων από την φασιστική Ιταλία και τους εθνικιστές της Ρουμανίας για να θέσουν τις βάσεις για τη δημιουργία ανεξάρτητου Κουτσοβλαχικού κράτους, το γνωστό μας Πριγκηπάτο της Πίνδου. Το φανερά φαιδρό εγχείρημα υπήρξε βραχύβιο καθώς μια από τις αιτίες είναι ότι δεν συμφωνούσαν οι περισσότεροι Βλάχοι που κατόρθωναν να διατηρούν την πολιτιστική αυτονομία τους. Όμως, περισσότερο τραγική ήταν η κατάληξη των Τσάμηδων, που από μόνοι τους είναι ένα τεράστιο όσο κι ανεξερεύνητο κεφάλαιο εξαιτίας και του αλβανικού εθνικισμού. Αφού υποδέχτηκαν τους Ιταλούς στρατιώτες του Μουσολίνι ως “ελευθερωτές” και συμμάχησαν μαζί με τους Γερμανούς κατακτηκές σκοτώνοντας και λεηλατώντας τους χριστιανικούς πληθυσμούς, το 1944 εκδιώχθηκαν βίαια στην Αλβανία από το μένος της ελληνικής αντεκδίκησης. Ήταν η τελευταία εθνοκάθαρση που έζησε η σύγχρονη Ελλάδα.
Η αντιπαλότητα των εθνικιστών απέναντι στη δυσφημισμένη έννοια της πολυπολιτισμικότητας δεν έχει ακριβώς εξωτερικά ερείσματα, λόγω των μεταναστών όπως θα νόμιζε κανείς εξαιτίας του πρόσφατου θορύβου για το μεταναστευτικό νομοσχέδιο και την κρίση απέναντι στη δημιουργία των γκέτο στα αστικά κέντρα, αλλά κυρίως εσωτερικά, προέρχονται από την αντίληψη πως το “διαφορετικό” δεν είναι το “εθνικά ορθό”. Οι διαχρονικές κρίσεις των μειονοτήτων στην Ελλάδα, από τη σύσταση του νεοελληνικού έθνους έως την ενσωμάτωση της Μακεδονίας και της Θράκης, καταδεικνύουν την πολιτική του παραλόγου όπως εκφράστηκε δεκαετίες νωρίτερα από την παπαρηγοπούλια ιστορική αισθητική ως τις σύγχρονες αντιφάσεις της στρατευμένης ιστοριογραφίας.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Σπύρος Λιναρδάτος, Πως Φτάσαμε στην 4η Αυγούστου, εκδ. το ΒΗΜΑ
Λένα Διβάνη, Ελλάδα και Μειονότητες, εκδ Καστανιώτης
Τάσος Κωστόπουλος, Η Απαγορευμένη Γλώσσα, εκδ. Βιβλιόραμα
Τάσος Κωστόπουλος, Το Μακεδονικό της Θράκης, εκδ. Βιβλιόραμα
Βασίλης Ραφαηλίδης, οι Λαοί των Βαλκανίων, εκδ Εικοστού Πρώτου
Τάσος Κωστόπουλος, Η Απαγορευμένη Γλώσσα, εκδ. Βιβλιόραμα
Τάσος Κωστόπουλος, Το Μακεδονικό της Θράκης, εκδ. Βιβλιόραμα
Βασίλης Ραφαηλίδης, οι Λαοί των Βαλκανίων, εκδ Εικοστού Πρώτου