21 Απρ 2013

46 χρόνια από τη Μαύρη Επέτειο: μνήμες και απολογισμός

21 Απρ 2013 , 11:00 π.μ.


 
Με αφορμή τη συμπλήρωση 46 χρόνων από τη μαύρη επέτειο της 21ης Απριλίου και τo πλήθος αντιφασιστικών εκδηλώσεων που γίνονται αυτές τις μέρες σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο για την κληρονομιά της απριλιανής δικτατορίας, γραμμένο από τον παλαίμαχο αντιστασιακό της Αριστεράς Τάκη Μπενά.

Το κείμενο αυτό αποτελεί τον επίλογο του τελευταίου βιβλίου της τριλογίας του, αφιερωμένης στις περιπέτειες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, με τίτλο «Της δικτατορίας 1967-1974 – Μνήμες νωπές της τρίτης τραγωδίας του τόπου μας και του καιρού μας» (εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2007).

Το βιβλίο του κ. Μπενά αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο καθώς είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο που έζησε από πρώτο χέρι τον «γύψο» των συνταγματαρχών και επομένως η μαρτυρία του αποτελεί μια σημαντική πρωτογενή πηγή για την περίοδο.
Επιλέξαμε ωστόσο να αναδημοσιεύσουμε το τελευταίο κεφάλαιο, λόγω του επικαιρικού του χαρακτήρα. Καθώς είναι γραμμένο ένα χρόνο πριν το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης και τρία χρόνια πριν την υπαγωγή της χώρας στο πρόγραμμα νεοαποικιοκρατικής επιτήρησης και κοινωνικής εξόντωσης, δίνει μια νέα διάσταση στο γνωστό σύνθημα που ακουγόταν το καλοκαίρι του ’11 στις πλατείες: «Η χούντα δεν τελείωσε το ‘73» (έστω και αν υποτίθεται ότι κατέρρευσε το ’74…).
Το αν η χούντα τελείωσε τότε ή κατά πόσο διάφορες μορφές του επιβιώνουν και αναπαράγονται σε αυτό που αποκαλούμε «Γ’ Ελληνική Δημοκρατία», αφήνεται στην κρίση του αναγνώστη να το συμπεράνει.
Στο τέλος του αφιερώματος παραθέτουμε ορισμένους συνδέσμους για άρθρα που καταρρίπτουν θεμελιώδεις ακροδεξιούς μύθους, διαχεόμενους τον τελευταίο καιρό στο δημόσιο λόγο, όπως τη δήθεν «αδιάφθορη» χούντα και την «καταστροφική γενιά του Πολυτεχνείου», αλλά και άρθρα που θίγουν το θέμα της δυσώδους κληρονομιάς των Απριλιανών στο μεταπολιτευτικό κράτος και στη μεταδημοκρατική μετάλλαξή του.

Ο χωρισμός του κειμένου σε ενότητες έχει γίνει για διευκόλυνση της ανάγνωσης.

________________________________________________

 Της Δικτατορίας
του Τάκη Μπενά



Η πείρα διδάσκει ότι τίποτα δε διδασκόμαστε από την πείρα.
Μπέρναρντ Σω

Στη δικτατορία –όπως έγραψε ο Μάριος Πλωρίτης- «δεν υπάρχουν πολίτες αλλά υπήκοοι, δεν υπάρχουν νόμοι αλλά στρατονόμοι, δεν υπάρχει διάλογος αλλά διαταγές». Και, φυσικά, για να ισχύσουν αυτά υπάρχει και η τρομοκρατία: «Στις μέρες μας» -δήλωσε τότε ο Παττακός- «λίγος φόβος είναι απαραίτητος… κάνει καλό στο λαό. Όταν φοβάται συγκρατείται…». Δεν θα διστάσει, μάλιστα, να πει στον άγγλο βουλευτή M. Rose πως «όποιος ασχολείται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου στην Ελλάδα, είναι κομμουνιστής, δηλαδή… κτήνος». Και κάποιος συνάδελφός του θα προσθέσει: «Τα βασανιστήρια είναι απαραίτητα για την προστασία του πολιτισμού μας».


"Το τέλος του εμφυλίου"

Σε αυτόν τον οδοστρωτήρα του πολιτισμού και της δημοκρατίας οι έλληνες πολίτες, είτε αντιστάθηκαν ενεργά είτε απλώς βρέθηκαν αντίθετοι στη Χούντα αντέδρασαν, απάντησαν διαμορφώνοντας τη δική τους συναίνεση. Και έτσι η δικτατορία μάς άλλαξε. Άλλαξε τη ζωή μας, την ψυχολογία μας, τα κριτήρια για την κοινωνία και την προσωπική μας στάση. Στο πολιτικό επίπεδο ξαναένωσε τους έλληνες του Εμφυλίου και τους έκανε να ξεπεράσουν εκείνα τα τρομερά τείχη της «Εθνικοφροσύνης» (εθνικοπαράφρονες τους αποκαλούσε ο γερο-Πασαλίδης της ΕΔΑ).
Ο Δεξιός κατανόησε ότι η δημοκρατία είναι αδιαίρετη και συνεπώς ο αριστερός δεν ήταν ούτε ο «προδότης» ούτε ο «εχθρός», όπως του έλεγαν στο σχολείο και στους στρατώνες, ακόμα και από τους άμβωνες.
Ο Αριστερός κατανόησε ότι δε μονοπωλούσε πια την ιδιότητα του θύματος των πολιτικών διωγμών, ότι και οι άλλες πολιτικές μερίδες του λαού βίωναν τη στέρηση των δικαιωμάτων και της ελευθερίας.
Εάν αυτό το συντελεσθέν γεγονός μπορούσε να το διανοηθεί και να το προβλέψει η δικτατορία που ενέπνεε και στηριζόταν στο διαχωρισμό των Ελλήνων, θα την οδηγούσε στον αυτοχειριασμό της στρατοκρατικής προπαγάνδας της, της αρχιτεκτονικής του γύψου και της στρατοπεδικής Ελλάδας.

Μέσα από αυτές τις θεμελιώδεις αλλαγές νοοτροπίας αναδείχτηκε μια νέα «συλλογικότητα», παραμερίζοντας σε δεύτερη μοίρα την ατομικότητα. Οι Έλληνες ξαναθυμηθήκαμε το «Εμείς». Εάν, μάλιστα, κάνοντας μια αφαίρεση από την πραγματικότητα, είχε λείψει και το δράμα της διάσπασης της Αριστεράς μέσα στον αντιδικτατορικό αγώνα, ίσως οι συνέπειες αυτών των αλλαγών να προσέγγιζαν –από την άποψη της λαϊκής ενότητας- τα επιτεύγματα της Εθνικής μας Αντίστασης, τουλάχιστον σ’ αυτό το πεδίο.

Το αξίωμα του «αδιαίρετου της δημοκρατίας» δεν υπήρξε μονάχα μια ευχή. Πολύ περισσότερο, δεν ήταν μια ιδεολογική κατασκευή. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου περιγράφτηκαν γεγονότα και περιστατικά που το θεμελίωναν σαν γεγονός που ελάμβανε χώραν μέσα στον αντιδικτατορικό αγώνα. Θυμίζουμε: τη συγκρότηση του ΠΑΜ, στο οποίο πήραν μέρος όχι μόνο οι αριστεροί (κομμουνιστές, Εδαΐτες, Λαμπράκηδες) αλλά και από άλλες πολιτικές και κομματικές προελεύσεις, όπως π.χ. η Σύλβια Ακρίτα, ο Σπύρος Πλασκοβίτης –που είδε τότε αυτοκριτικά την απουσία τους από την πάλη για την κατάργηση του Α.Ν. 509-, οι οικονομολόγοι της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Δεβλέτογλου με τον Σάκη Καράγιωργα και τον Νίκο Ξανθάκη, που εν γνώσει τους προσφέρανε τις πολύτιμες πληροφορίες τους στο ραδιοσταθμό «Φωνή της Αλήθειας» όλο το 1967, την αλληλεγγύη και την κοινή ενυπόγραφη δημόσια συμπαράταξη των πολιτικών κρατουμένων των Φυλακών Αβέρωφ και Κορυδαλλού, από τους βασιλόφρονες (Άγγελος Πνευματικός) και τους κεντροδεξιούς (Ζίγδης κ.λπ.) μέχρι τους κεντρώους και τους κεντροαριστερούς του Ομίλου Παπαναστασίου και της κατοπινής «Δημοκρατικής Άμυνας», τους οπαδούς του Ανδρέα Παπανδρέου (ΠΑΚ) μέχρι τους αριστερούς και τους κομμουνιστές και των δύο Κ.Κ.

Μια άλλη, διαφορετικής προέλευσης μαρτυρία αυτού του γεγονότος, προέρχεται από την αλλαγή της συμπεριφοράς πολλών ανθρώπων από τους διωκτικούς μηχανισμούς, από τον υπομοίραρχο Πολύκαρπο του σταθμού της Αγίας Βαρβάρας μέχρι την ουσιαστική μας κάλυψη με τις «ψευδοέρευνες» των σωφρονιστικών υπαλλήλων στις Φυλακές, των ιδίων ανθρώπων που πριν 2-3 χρόνια κακομεταχειρίζονταν τους πολιτικούς κρατούμενους. Μια, εξ αντιθέτου, επιβεβαίωση αυτής της νέας νοοτροπίας υπήρξε και η ακραία τακτική του δικτάτορα Ιωαννίδη που συσσώρευε, το 1974 στην εξορία της Γυάρου, όλους τους αντιπάλους του από τον υπουργό του Παπαδόπουλου Αγαθαγγέλου, τους αντισυνταγματάρχες των ΛΟΚ της Βόρειας Ελλάδας και τον καραμανλικό πολίτη από τη Λάρισα, μέχρι τον ηγέτη της Ένωσης Κέντρου Γεώργιο Μαύρο, τους κεντροαριστερούς Χαραλαμπόπουλο και Παναγούλη, ώς και το χριστιανό Ν. Ψαρουδάκη, ενοποιώντας όλους αυτούς με τους κομμουνιστές πάσης αποχρώσεως (τροτσκιστές, κινεζόφιλους ηγέτες του Μ.-Λ. ΚΚΕ, ορθόδοξους και ανανεωτικούς κομμουνιστές). Όλους μαζί τούς έβλεπε το ίδιο: σαν εχθρούς της εξουσίας του και τους ενοποιούσε με το διωγμό τους.

Ήταν σαφές, βεβαίως, ότι όλοι αυτοί όχι μόνο δεν είχαν τις ίδιες απόψεις αλλά αντιπροσώπευαν μια απίθανη ποικιλία πολιτικών και ιδεολογικών φρονημάτων, εν πολλοίς αντίθετων, πράγμα που δεν τους εμπόδιζε να βαδίζουν ενωμένοι στους δρόμους του αντιδικτατορικού αγώνα, υπερασπίζοντας τον ίδιο στόχο: τη δημοκρατία και την αποκατάστασή της.

Και επιπλέον: Όπως γράφει ο Κύρκος Δοξιάδης, «η δικτατορία απέτυχε διπλά στη σφαίρα της ιδεολογίας, διότι όχι μόνο δεν κατόρθωσε να καταστήσει κυρίαρχη τη δική της μετεμφυλιακή αντικομμουνιστική ιδεολογία της εθνικοφροσύνης, αλλά δημιούργησε άθελά της και εκείνες τις συνθήκες που οδήγησαν στη συγκρότηση μιας εθνικής ιδεολογικής συναίνεσης, εντός της οποίας προνομιακό ρόλο κατείχε ο λόγος της αριστεράς». Εννοεί, βεβαίως, στο πεδίο της δημοκρατίας και όχι των κοινωνικών αγώνων.
Να το ξανατονίσουμε: Η δημοκρατία είναι έννοια αδιαίρετη. Όταν την αποδυναμώνεις και τη διασπάς, αρχίζει η κατάρρευσή της. Αυτό είναι ένα μάθημα και ένα μήνυμα που ισχύει και για σήμερα.


Η Χούντα δεν τελείωσε το ’74 (;)



Και ενώ στο επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού αυτής της χώρας συνέβαιναν τόσο σπουδαίες και βαθιές αλλαγές, ήρθε η μεταπολίτευση που, παρά τα αρκετά θετικά της που δεν πρέπει να υποτιμώνται, παραμέρισε αυτήν την προίκα του λαού μας, τη θυσίασε στο βωμό μιας πολιτικής σκοπιμότητας και μιας πολιτικής δειλίας, σαφώς δεξιάς συντηρητικής έμπνευσης, που ονομάστηκε «στιγμιαίο αδίκημα».

Πέρα από τους θεωρηθέντες πρωταίτιους που δικάστηκαν και καταδικάστηκαν, τα αδικήματα της Χούντας θεωρήθηκαν «στιγμιαία», πράγμα που ανέστειλε και ουσιαστικά ματαίωσε κάθε προσπάθεια αποχουντοποίησης του κράτους και των θεσμών.

Απέναντι σ’ αυτό το θαυμάσιο επίτευγμα της δημοκρατικής ενότητας του λαού μας, θα υπάρξει μια, πολύ κατώτερη των προσδοκιών του, κυβέρνηση που θα τα αφήσει, περίπου όλα, απείραχτα. Ο Καραμανλής δε θέλησε –πέρα από την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και τη λύση του πολιτειακού με την κατάργηση της βασιλείας- να πειράξει στο ελάχιστο όχι μόνο το δεξιό συντηρητικό κράτος που είχε βρει η Χούντα αλλά και σχεδόν ολόκληρο το δικό της εποικοδόμημα που παραμένει σε ισχύ ακόμα και σήμερα, σαράντα χρόνια μετά τη δικτατορία.

Η επάνδρωση της Χούντας από δικαστές του Αρείου Πάγου (Κόλλιας και Σία) που έμειναν ατιμώρητοι, με το «στιγμιαίο», άφησε όλους τους επίορκους δικαστές ασύδοτους και χωρίς παραδειγματισμό για τους επιγόνους τους. Οι κύριοι Βασιλικοί Επίτροποι των Εκτάκτων Στρατοδικείων της Χούντας ξαναφόρεσαν τη δικαστική τήβεννο και συνέχισαν να μολύνουν με την παρουσία τους το δικαστικό σώμα, διδασκόμενο έτσι ότι μπορεί να παραβιάζει τον όρκο του χωρίς συνέπειες. Υπήρξαν, βέβαια, και οι φωτεινές εξαιρέσεις, ιδίως του Συμβουλίου Επικρατείας, παράδειγμα για όσους δικαστές διατηρούν συνείδηση της αποστολής τους.


Η αποχουντοποίηση που δεν έγινε


Από τη δίκη των πρωταιτίων της Χούντας 
(Κορυδαλλός, καλοκαίρι 1975).

 
Σαράντα χρόνια (σ.σ. το 2007) μετά το απριλιανό πραξικόπημα και τριάντα τρία χρόνια μετά την κατάρρευση της δικτατορίας εξακολουθούν να ισχύουν πολλά νομοθετήματα και αποφάσεις των συνταγματαρχών. Μια καταμέτρηση που πραγματοποίησε η εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, είκοσι πέντε χρόνια μετά το 1974, κατέγραψε ότι «400 αναγκαστικοί νόμοι και νομοθετικά διατάγματα διαφόρων τύπων και εκδοχών, καθώς και άλλες περίπου 300 αποφάσεις χουντικών υπουργών βρίσκονται ως τις μέρες μας σε ισχύ και ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις γιατί δεν εξεδόθησαν στη μεταπολίτευση νέοι νόμοι για τα θέματα αυτά που να τους καταργούν». Και δεν πρόκειται για δευτερεύοντα ή ασήμαντα θέματα. Αφορούν «θεμελιώδη δικαιώματα μιας δημοκρατικής πολιτείας», όπως «ο τρόπος του συνέρχεσθαι και του αναφέρεσθαι στις αρχές», που εξακολουθεί να υπόκειται στις διατάξεις του Ν.Δ. 791 του 1971. Τους λόγους αυτής της σημερινής συμπεριφοράς του κράτους, τους αποκαλύπτει ο βουλευτής της Ν.Δ. Προκόπης Παυλόπουλος, πριν γίνει βέβαια Υπουργός Εσωτερικών:

«Είναι προφανές», τονίζει, «ότι η πολιτεία θέλει να κρατά στα χέρια της ορισμένες δυνατότητες για να τις χρησιμοποιεί ανάλογα με τις περιστάσεις. Φαίνεται πως υπάρχουν νόμοι που της είναι ιδιαιτέρως χρήσιμοι».

Πολύ σωστά. Αφού και σήμερα –όπως επί Χούντας- η «οδική κυκλοφορία κρίνεται υπέρτερο δικαίωμα από αυτό της συγκέντρωσης και της διαδήλωσης». Ο κ. Πολύδωρας, συνεπώς, δεν πρωτοτυπεί.

Τα ίδια και χειρότερα επισυμβαίνουν και στην Εκκλησία της Ελλάδας. Εκτός από τον Χριστόδουλο που όλο το διάστημα της χουντικής επταετίας υπηρετούσε σαν Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου (του Ιερώνυμου) για να αμειφθεί στο τέλος με τη Μητρόπολη Δημητριάδος, άλλοι είκοσι τρεις σημερινοί μητροπολίτες εκλέχτηκαν στις επισκοπές τους από τις 7.6.1967 μέχρι και τις 17.7.1974, όταν ήδη οι πάτρωνές τους αιματοκυλούσαν τη μαρτυρική Κύπρο. Τα ονόματά τους είναι γνωστά και δημοσιευμένα. Καμιά αποχουντοποίηση δεν τους άγγιξε. Γαλουχήθηκαν επί δικτατορίας και σήμερα βρίσκονται «στα ύπατα αξιώματα της Εκκλησίας. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν διατελέσει και στρατιωτικοί ιερείς» από τα χρόνια του Εμφυλίου. Φλογεροί κήρυκες της εθνικοφροσύνης που απογειώθηκε επί Χούντας.

Αλλά, αφού στα Δικαστήρια και στην Εκκλησία επιβιώνανε τα χουντικά στελέχη, θα ήταν παράλογο να μη συμβαίνει το ίδιο και στους στρατώνες. Παραμένει, έτσι, στις βιβλιοθήκες του 3ου γραφείου των μονάδων το «Εγχειρίδιο Εκστρατείας 7-8», που αποτελούσε το Ευαγγέλιο επί Χούντας. Περιέχει απίθανες εμφυλιοπολεμικές ακρότητες, ακόμα και αφελείς κατασκευές, όπως π.χ. ότι «σκοπός του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ ήτο η υποδούλωσις της Ελλάδος εις τους Σλαύους» και ότι ο ΕΛΑΣ «συμμάχησε με τους Γερμανούς εναντίον του ΕΔΕΣ»!!



Η λοβοτομή της μνήμης


Το «στιγμιαίο» με την ατιμωρησία του, η απουσία αποχουντοποίησης των θεσμών του κράτους –με ελάχιστες εξαιρέσεις καθηγητών Πανεπιστημίων- θα οδηγήσει, στη διάρκεια των 33 χρόνων από την πτώση της δικτατορίας, όχι μόνο στην άμβλυνση της μνήμης αλλά και στην αλλοίωση της σκέψης ιδίως των νεωτέρας ηλικίας κατοίκων της χώρας μας, πράγμα που θα καταγραφεί με οδυνηρό τρόπο στις τελευταίες σχετικές δημοσκοπήσεις. Τα αποκαλυπτικά τους ευρήματα, από το 1997 ως και το 2002, δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος:

«Σαράντα ψηφοφόροι στους 100 (39,3%) θεωρούν ότι η Χούντα έκανε και καλό και κακό στην Ελλάδα, ενώ 16 στους 100 θεωρούν ότι έκανε μόνο καλό!», ένα ήδη μεγάλο ποσοστό που το 2002 θα ανέβει στο 20,7%.

Και το πιο ανατριχιαστικό: «Το 13,2% πιστεύει απολύτως πως μόνο μια δικτατορία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα διαφθοράς που παρατηρούνται στη χώρα». Και μάλλον συμφωνεί μαζί τους άλλο ένα 7,3%. Σύνολο, δηλαδή, 20,5%.

Και όπως επιλέγει ο Μάριος Πλωρίτης, σχολιάζοντας αυτές τις δημοσκοπήσεις, «τέσσερις στους δέκα Έλληνες θεωρούν πως η στρατιωτική τυραννία στάθηκε ευεργετική ή έστω ανώδυνη, ένας στους πέντε πιστεύει πως μια (νέα) δικτατορία θα ήταν εθνοσωτήρια…».

Δεν είναι δυνατόν να κλείσουμε αυτήν την προσωπική αφήγηση για τη δικτατορία χωρίς να ακούσουμε αυτό το καμπανάκι. Όχι γιατί φοβόμαστε την επιστροφή κάποιας χούντας συνταγματαρχών. Δεν τους χρειάζονται αυτούς οι νέοι καιροί που ζούμε. Τι μπορεί να προσφέρει σήμερα μια ολότελα παρωχημένη μορφή λογοκρισίας, αφού αυτόν το ρόλο της πλύσης εγκεφάλου τον έχει αναλάβει επαξίως η δημόσια και ιδίως η ιδιωτική τηλεόραση με όσα λέει και, κυρίως, με όσα δε λέει. Η μετατροπή, άλλωστε, του ενεργού πολίτη σε παθητικό τηλεθεατή εγγυάται ότι παρόμοια αποτελέσματα δημοσκοπήσεων θα τείνουν αυξανόμενα στο μέλλον.

Εάν, όμως, θα θέλαμε να διαψεύσουμε το μότο του Μπέρναν Σω, για την «πείρα που δε διδάσκει τίποτα», θα πρέπει να μη λησμονούμε αυτό το ιστορικό μέγεθος της Χούντας. Το αυταρχικό και ανελεύθερο σύστημα εξουσίας της χρεοκόπησε και κατέρρευσε αφού όμως είχε κάνει τη μεγάλη ζημιά να καταστρέψει το αναγεννητικό πνεύμα της δεκαετίας του ’60 που έτεινε –μέσα και από μια ολόπλευρη πολιτιστική άνθηση- να ανανεώσει την πολιτική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας. Και κυρίως το γεγονός ότι κατάφερε να αρπάξει την εξουσία χάρη στην αποδυνάμωση του λαϊκού παράγοντα και της μαζικής παρουσίας του, που επέφερε το βασιλικό πραξικόπημα της αποστασίας, ιδίως στη διάρκεια του 1966, πράγμα που επέδρασε οπωσδήποτε στο χαμηλό και πολύ δύσκολο επίπεδο αντίστασης της πρώτης αντιδικτατορικής περιόδου.

Είναι ένα μάθημα χρήσιμο και για τις μέρες μας, όπου πάλι μια δεξιά συντηρητική εξουσία επιχειρεί, με τις επιθέσεις της, να αποδυναμώσει τις λαϊκές και τις φοιτητικές κινητοποιήσεις να βάλει φραγμούς στις δημοκρατικές κατακτήσεις και να επιβάλει μια σιωπηρή πειθάρχηση στις δικές της οπισθοδρομικές επιλογές, που τις βαφτίζει «μεταρρυθμίσεις» ενώ δεν είναι παρά μονάχα το ξήλωμα των κατακτήσεων που επιτεύχθηκαν στην περίοδο της μεταπολίτευσης.

Σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, αυτά αποτελούν «καμπανάκι» όχι για μια εκτροπή παλαιού τύπου, αλλά για μια δικτατορία του «Μεγάλου αδελφού» που θα είναι και χειρότερη και διαρκέστερη.


__________________________

Διαβάστε επίσης:





Κοινοποιήστε το στο..
 
Υποσέλιδο
Κορυφή