Το εικαστικό είναι δανεισμένο από τη salata.wordpress.com
Ο κατακερματισμός του κοινωνικού ιστού χρησιμοποιείται από το μετακεϋνσιανό κράτος ως επιχείρημα για την κήρυξη ενός πολέμου “omnium contra omnes” και τη λειτουργία του ως διαιτητή σε αυτό τον πόλεμο. Το κράτος ως διαιτητής λειτουργεί παράλληλα και ως καταστολέας των εκάστοτε συμπεριφορών, τις οποίες το ίδιο προσδιορίζει ως «μειοψηφικές» και«κοινωνικά προκλητικές». Το ίδιο διατηρεί το προνόμιο να ορίζει την «εχθρότητα» και ως «αντικοινωνικότητα» και να μεταθέτει τη μομφή από τη μία ομάδα στην άλλη.
Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική του μετακεϋνσιανού κράτους διαμορφώνει με λίγα λόγια έναν κορπορατιβισμό του κράτους της αναδιάρθρωης.
Δ. Μπελαντής: Αναζητώντας τον «εσωτερικό εχθρό» -Προσκήνιο 2004
Ότι ζήσαμε το περασμένο Σάββατο 2/2/08, δεν είναι τίποτα παραπάνω και τίποτα παρακάτω από ένα ακόμα γεγονός που αποδεικνύει την παραπάνω διαπίστωση. Ένα γεγονός σε μία μακρά αλυσίδα παρεμφερών γεγονότων που βιώνουμε –πιο έντονα- από το 2001 και εντεύθεν.
Δε θα κάνω αναφορά στην ακροδεξιά πρώτη ύλη της ΕΛ.ΑΣ και ειδικά των μονάδων «κρούσης» της (ΜΑΤ, ΕΚΑΜ, ΟΠΚΕ κλπ κλπ). Ήδη τα περισσότερα επί του θέματος είναι χιλιογραμμένα. Ηθελα απλά και εν συντομία, να δω το πρόβλημα των ρύπων εντός της αστυνομίας, σε μία διαφορετική βάση. Πολιτική βάση και κάτω από το πρίσμα της «δημοκρατίας την οποία η αστυνομία καλείται να υπερασπίσει».
Τα ΜΑΤ, τα ΕΚΑΜ, η ΟΠΚΕ, η αστυνομία με όλα της τα προσωπεία εν γένει, διακρίνει τους «προκλητικούς κοινωνικά» στα πρόσωπα εκείνων που αντιμάχονται τα όσα θεμελιώνουν τον εγγενή ολοκληρωτισμό της.
Σε μία ανάπηρη δημοκρατία στην οποία ζούμε, εκπαιδευόμαστε να θεωρούμε την αστυνομία ως το «μακρύ –και βαρύ- χέρι του κράτους», το οποίο εν προκειμένω ασκεί και τη δικαστική εξουσία αποφασίζοντας το ποιος είναι αντικοινωνικό στοιχείο και –κυρίως αυτό- ποιος ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ.
Η «κοινή δράση» με αυτούς που «δεν είναι αντικοινωνικά στοιχεία» εναντίων «αυτών που είναι» φυσικά δεν είναι σημερινό μόνο φαινόμενο. Ανατρέχοντας τις δεκαετίες από το 1944 και εντεύθεν, μπορούμε να εντοπίσουμε κι άλλους «βοηθούς» της αστυνομίας, από τα Δεκεμβριανά, μέχρι σήμερα. Όσο τα γεγονότα είναι νωπά, οι επικουρικές αυτές «δυνάμεις (που «δεν θεωρούνται αντικοινωνικά στοιχεία») ονοματίζονται με το ισχύον όνομα τους. Όταν όμως οι συγκρούσεις αυτές περάσουν στην Ιστορία, ένα μόνο όνομα τους συνδέει, σαν ένας μίτος της Αριάδνης που οδηγεί στην απόδειξη της ιστορικής συνέχειας της δημοκρατικής αναπηρίας της χώρας. Ένα όνομα: Παρακράτος.
Από τον αντικομμουνισμο στον αριστεροχουντισμό
Δεκαετία του 1970. Κατά την τριετία 1974-1977, σταθεροποιείται η αποκαταστημένη δημοκρατία αλλά και οι νέες ηγεμονικές ισορροπίες, μέσα από μοριακές συγκρούσεις. Η βία των συγκρούσεων αυτών παρουσιάζεται όχι ως διατάραξη της τάξης αλλά ως εμβρυακή μορφή εκτροπής από το πολίτευμα.
Δηλώσεις και τοποθετήσεις της κυβέρνησης, μετά τα επαναλαμβανόμενα επεισόδια (απεργίες, διαδηλώσεις, συγκρούσεις με την αστυνομία, καταλήψεις) αλλά και αντίστοιχες δηλώσεις της αντιπολίτευσης, δημιουργούν το «ιδεολογικό σχήμα» του «αριστεροχουντισμού» παρέχοντας πολλές πληροφορίες περί «νέων επικινδύνων δυνάμεων». Πρώτος δηλών της έννοιας αυτής, θεωρείται ο τότε Υπ. Γεωργίας Παπαληγούρας και θιασώτης της εμπέδωσης της ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός Καραμανλής. Ακολούθησαν βεβαίως με τον τρόπο τους και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, αποδεικνύοντας από τότε κιόλας το πόσο συγκλίνουν οι θέσεις του με τη ΝΔ σε θέματα κοινωνικής και πολιτικής βίας.
Όλο το επινόημα του «αριστεροχουντικού» θεωρείται ως επαρκές ως δικαιολογία για να δικαιολογήσει τη δράση των εκάστοτε παρακρατικών, από τότε. Το μακάβριο είναι πως επιζεί μέχρι τις μέρες μας. Ακούσαμε όλοι για «τον αριστερό φασισμό» που στιγμάτισε ο «Σπύρος-Άδωνις» μετά την 10η καταστροφή του βιβλιοπωλείου του (που δεν πουλάει μόνο «Τσελεμεντέδες» όπως πάσχιζε να πείσει). Βλέπετε η πρόκληση σε κοινωνική βία, αν και τιμωρείται, δεν κάνει και τόσο μεγάλο μπαμ, για να την ακούσουν όλοι.
Ας επιστρέψουμε στη δεκαετία του 70 και ας παρατηρήσουμε την τοποθέτηση του Υπ. Δικαιοσύνης Κ. Στεφανάκη, κατά τη συζήτηση για τη βία ενόψει του ν.410/1976.
Μετά τη διαπίστωση περί του εξαπλούμενου κύματος βίας (κάψιμο βιβλιοπωλείων, βομβιστικές επιθέσεις), κάνει λόγο για
«….δράση εξτρεμιστικών ομάδων των δύο άκρων, από τον «αριστερό» και «δεξιό» εξτρεμισμό, ο οποίος επιζητά να πλήξει τη μεταπολιτευτική δημοκρατία…»
Τα «δύο άκρα» φυσικά αναφέρονται αφ’ ενός στους νοσταλγούς της χούντας και αφ’ ετέρου στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Τι ισοπέδωση!!!
Η αντιπολίτευση, μπορεί να διαφώνησε για λόγους αντιπολιτευτικής τακτικής, αλλά συμφωνούσε ως προς την οροθέτηση του «εχθρού της δημοκρατίας» του «εξτρεμισμού». Στελέχη του ΠΑΣΟΚ δηλώνουν:
«..η νεοσύστατη δημοκρατία δεν κινδυνεύει εξίσου από τις πρακτικές βίας όλων των εξτρεμιστικών ομάδων αδιακρίτως. Δεν αποτελούν τον ίδιο κίνδυνο οι «ανόητοι – αριστεροί- εξτρεμιστές» με τις οργανωμένες και δικτυωμένες με κρατικά κέντρα εξουσίας ομάδες της νεοφασιστικής δεξιάς..»
Δηλαδή η βία προέρχεται είτε από ύποπτους νεοφασίστες, είτε από «ανόητους». Ευφυέστατη ισοπέδωση.
Οι ανωτέρω πεποιθήσεις (είπαμε κρατούν ως σήμερα, δυστυχώς) εκφράστηκαν πολλές φορές από επίσημα χείλη, προκειμένου να αφομοιωθούν από τους αδαείς πρωτίστως αλλά και από τους ευφυέστερους, αργότερα και με τη βοήθεια της επανάληψης. Είπαμε κρατούν ως σήμερα.
Στο πνεύμα αυτό, δρούσε πάντα η αστυνομία, είτε εκείνη της ΝΔ είτε εκείνη του ΠΑΣΟΚ, είτε τον Αττικάρχη φερ’ ειπείν τον λέγανε Γκόλφη, είτε Αρκουδέα.
Από την άλλη πλευρά η αστυνομία ποτέ δεν εκκαθαρίστηκε από τα «άνθη του κακού» που ευδοκιμούν στις τάξεις της. Παράδειγμα; Εκείνο το μπουμπούκι που εκπροσωπούσε την ΣΑΥΤ (Σωματείο Αστυνομικών Υπαλλήλων Αττικής) ο Μπαλάσκας. Στα 4.000 μέλη του σωματείου που ανέδειξε ως εκπρόσωπο του τον τύποι αυτό, οι ακροδεξιές αντιλήψεις είναι ομοούσιες της ύπαρξης τους.
Με δεδομένη τη συμβίωση φιλοχουντικών – ακροδεξιών ομάδων με την ΕΛ.ΑΣ[1] και με το πνεύμα που έχει εμφυσηθεί στην ελληνική κοινωνία από τη δεκαετία του 1970, κατά την τοποθέτηση ομάδων ΜΑΤ απέναντι σε αντιεξουσιαστές και σε χρυσαυγίτες, ποια θα περίμενε κάθε λογικός άνθρωπος να είναι η έκβαση του ματς;
[1] αναφορές μπορεί να βρει κανείς στο βιβλίο του Μίλτου Ανδρικόπουλου «Έτσι έγινε η αρχή» που διδάσκεται και στους φοιτητές αξιωματικούς της ΕΛΑΣ