Ο James Gilligan είναι επισκέπτης καθηγητής ψυχιατρικής και κοινωνικής πολιτικής στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, και έκτακτος καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Για πολλά χρόνια δίδασκε στο Harvard Medical School. Είναι πρώην πρόεδρος του International Association for Forensic Psychotherapy, και Visiting Fellow στο Ινστιτούτο Εγκληματολογίας του πανεπιστημίου του Cambridge.
Σε πολλούς θα είναι ίσως γνωστός από την εμφάνισή του στο Zeitgeist Moving Forward. Δυστυχώς, είναι λιγότερο γνωστά στην Ελλάδα τα βιβλία του, τα οποία αναλύουν το φαινόμενο της βίας και της εγκληματικότητας. Ο Gilligan πέρασε τα περισσότερα χρόνια της καριέρας του παίρνοντας συνεντεύξεις από κρατουμένους των αμερικανικών φυλακών, μερικοί από τους οποίους έχουν διαπράξει τα πιο άγρια εγκλήματα (φόνους, ακρωτηριασμούς, βιασμούς). Στα βιβλία του μεταφέρει την εμπειρία του αυτή, καθώς και τα συμπεράσματα που προκύπτουν, όπως τα κίνητρα του δράστη, και -κυρίως- το κοινωνικό περιβάλλον και υπόβαθρο στο οποίο διαπράττονται τα εγκλήματα.
Επέλεξα να μεταφράσω ένα σύντομο απόσπασμα από το βιβλίο του «Violence, Reflections on Our Deadliest Epidemic», και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο που αναφέρεται στην περίπτωση των βιασμών εντός των φυλακών, ένα φαινόμενο το οποίο δίνει αφορμή να γίνουν κάποιοι παραλληλισμοί με την ευρύτερη κοινωνία. Τους λόγους που το βρήκα ενδιαφέρον ελπίζω να τους διαπιστώσετε και μόνοι σας. Σίγουρα το κομμάτι αυτό, αποκομμένο από το υπόλοιπο βιβλίο, θα αφήνει στον αναγνώστη δυστυχώς αρκετά κενά και απορίες, οι οποίες απαντώνται σε άλλα σημεία. Ελπίζω κάποια στιγμή να μεταφραστεί ολόκληρο το βιβλίο στα ελληνικά, διότι, αν και γραμμένο το 2000, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο.
Στο τέλος, παραθέτω κι ένα βίντεο από μία διάλεξή του, στην οποία εξηγεί πόσο σημαντικός είναι ο παράγοντας της Παιδείας στην μείωση της βίας και της εγκληματικότητας.
----------------------------------------------------------
[....]
Μία δεύτερη διαπίστωση είναι ο βαθμός στον οποίο η σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση, ή βιασμός (παρόλο που δεν αναγνωρίζεται και ταυτίζεται πάντα ως βιασμός) των κρατουμένων «επιτρέπεται» από τους φύλακες της κάθε πτέρυγας. Η πρακτική του να γίνονται ανεκτές και επιτρεπτές τέτοιου είδους σχέσεις είναι ένας τρόπος για να διατηρούν οι φύλακες τον έλεγχο των κρατουμένων συνολικά. Αυτή η στρατηγική αναλύεται σε δύο στοιχεία: «Εσύ θα μου ξύσεις την πλάτη, κι εγώ θα ξύσω τη δική σου», και «Διαίρει και βασίλευε».
Όσον αφορά το πρώτο, οι φύλακες έρχονται σε μία υπόγεια, σιωπηρή συμφωνία με τους βιαστές, κατά την οποία οι φύλακες επιτρέπουν στους βιαστές να παίρνουν ικανοποίηση από τον βιασμό των πιο αδύναμων φυλακισμένων, και οι βιαστές ως αντάλλαγμα συμφωνούν να συνεργαστούν με αυτούς τους φύλακες, υποτασσόμενοι στο σύστημα της φυλακής συνολικά (παραιτούμενοι, δηλαδή, από το ενδεχόμενο να επιτεθούν ατομικά στους φύλακες, ή να συνεργαστούν μεταξύ τους ως ομάδα προκειμένου να οργανώσουν μία εξέγερση).
Όσον αφορά το δεύτερο, το σύστημα αυτό των αμοιβαίων παραχωρήσεων ταυτόχρονα εμποδίζει τους τροφίμους ως σύνολο να ενωθούν μεταξύ τους, καθώς διαιρεί τους κρατουμένους σε δύο ομάδες – τους βιαστές και τους βιασμένους – ελαχιστοποιώντας έτσι τις πιθανότητες να είναι σε θέση να οργανώσουν μία αποτελεσματική διαμαρτυρία ή εξέγερση. Καθίσταται μία στρατηγική την οποία οι φύλακες εφαρμόζουν για να «διαιρούν και να βασιλεύουν» στους κρατούμενους.
[….]
Τέλος, θέλω να ρωτήσω: Τι συμβαίνει με το κοινωνικό ταξικό μας σύστημα το οποίο εφαρμόζει μία αυτοαναιρούμενη πολιτική της όλο και πιο βίαιας τιμωρίας, τη στιγμή που έχουμε ξεκάθαρα αποδείξει ότι τέτοιες πολιτικές διεγείρουν τη βία; Τα σωφρονιστικά καταστήματα μιας κοινωνίας χρησιμεύουν ως κλειδί για την κατανόηση της ευρύτερης κοινωνίας. Μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει το σύστημα της φυλακής ως μεγεθυντικό φακό, μέσα από τον οποίο θα μπορούσε να δει αυτά που διαφορετικά θα διακρίνονταν πιο δύσκολα στον πολιτισμό – υποβόσκοντα πρότυπα συμπεριφοράς, συμβολισμούς, και την κοινωνική δομή που καθορίζει τη ζωή της κοινότητας συνολικά.
Από αυτή τη σκοπιά, αξίζει να σημειωθεί ότι οι ηγέτες οποιασδήποτε κοινωνίας, όπως ακριβώς οι φύλακες των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, έχουν όφελος να επιβάλουν τις στρατηγικές που περιέγραψα νωρίτερα: «Εσύ θα μου ξύσεις την πλάτη, κι εγώ θα ξύσω τη δική σου», και «Διαίρει και βασίλευε». Αυτό επιτυγχάνεται στο μακρόκοσμο της κοινωνίας όπως ακριβώς στο μικρόκοσμο της φυλακής, με τη συναίνεση της μεσαίας τάξης στην υποτέλεια και την εκμετάλλευσή της από την ανώτερη τάξη, δίνοντας όμως στη μεσαία τάξη μια άλλη τάξη υποτελή σε αυτήν (την κατώτερη τάξη), την οποία μπορεί να εκμεταλλεύεται, και απέναντι στην οποία μπορεί να αισθάνεται ανώτερη, αποσπώντας έτσι τη μεσαία τάξη από τη μνησικακία που διαφορετικά θα ένιωθε και θα εξέφραζε ενάντια στην ανώτερη τάξη.
Οι δύο υποτελείς τάξεις (μεσαία και κατώτερη) αντιστοιχούν σε αρπακτικό και σε θήραμα, και είναι πολύ πιο πιθανό να πολεμούν μεταξύ τους παρά ενάντια στην κυρίαρχη τάξη, κάνοντας έτσι πιο εύκολο τον έλεγχό τους από την κυρίαρχη τάξη. (Π.χ. οι ψηφοφόροι της μεσαίας τάξης θυμώνουν περισσότερο με τους «βολεψάκιδες της πρόνοιας»* παρά με τα μέλη του Forbes 400 – τα οποία μάλιστα τα θαυμάζουν, και θα ήθελαν να τα φτάσουν).
[*Μεταφράζω πρόχειρα ως «βολεψάκιδες της πρόνοιας» το «welfare queens»: πρόκεται για δυσφημιστικό χαρακτηρισμό που εμφανίστηκε στην Αμερική το ’60 και κορυφώθηκε επί Ρέιγκαν ενάντια σε φτωχούς, κυρίως μητέρες, που έπαιρναν επιδόματα από την πρόνοια.]
Πώς όμως τα μέλη της κατώτερης τάξης στρέφονται το ένα εναντίον του άλλου, αντί να στραφούν εναντίον των δύο ανώτερών τους τάξεων, οι οποίες καρπώνονται τον περισσότερο πλούτο και τα προνόμια της κοινωνίας για τον εαυτό τους; Με τον ίδιο τρόπο που διοικείται και το σύστημα των φυλακών, διαιρώντας δηλαδή τους πολίτες σε αρπακτικά και θηράματα – διαιρώντας την κατώτερη τάξη σε εγκληματίες και σε θύματα. Η κυρίαρχη τάξη δεν έχει συμφέρον να ακολουθήσει τις πολιτικές εκείνες που θα περιόριζαν την εγκληματικότητα• αντιθέτως, συμφέρον της είναι να κρατάει τους δείκτες εγκληματικότητας όσο το δυνατόν πιο ψηλά. Η κυρίαρχη τάξη (η οποία στην Αμερική αποτελείται από λευκούς) είναι υπεύθυνη, σε μεγάλο βαθμό, για τον τρόπο με τον οποίο εμείς, ως κοινότητα, επιλέξαμε να διανείμουμε τον συλλογικό μας πλούτο (καθώς αυτή, ή εκείνοι που εκπροσωπούν τα συμφέροντά της γράφουν τους νόμους που καθορίζουν αυτές τις επιλογές), πράγμα που με τη σειρά του είναι υπεύθυνο για τις κοινωνικές ανισότητες που οδηγούν στη βία και την εγκληματικότητα.
Ταυτόχρονα, είναι η κυρίαρχη τάξη που διεξάγει τον «πόλεμο κατά του εγκλήματος», ο οποίος είναι στην πραγματικότητα ένας πόλεμος εναντίον των φτωχών. Τόσο οι εγκληματίες, όσο και τα θύματα του εγκλήματος είναι κατεξοχήν οι πολύ φτωχοί. Τα είδη των επιθέσεων που οι πολύ φτωχοί υφίστανται από τους «εγκληματίες» (βιασμός, φόνος, ληστεία) είναι τόσο άμεσα, απτά και ορατά, τόσο απειλητικά κατά της ζωής και θανατηφόρα, ώστε αναπόφευκτα αποσπούν τους πολύ φτωχούς από το να προσέξουν ή να πολεμήσουν τις λιγότερο ορατές και πιο καλά κρυμμένες επιθέσεις που υφίστανται από το σύστημα καθαυτό.
Όπως το έθεσε πρόσφατα και ο Αντιπρόσωπος Charles Schumer, είναι προς το πολιτικό συμφέρον του κόμματος που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των πλουσίων να ευνοεί την εγκληματικότητα στο μεγαλύτερο κατά το δυνατόν βαθμό, κι ακόμα και να παραφουσκώνει τους δείκτες εγκληματικότητας, ώστε η εγκληματικότητα να προκαλεί φόβο και πανικό πολύ περισσότερο από όσο δικαιολογεί η πραγματικότητα, κλπ. Διότι όσο περισσότερο ο κόσμος ανησυχεί για τη βία και την εγκληματικότητα, τόσο η μεσαία τάξη θα εστιάζει την οργή και το φόβο της στους φτωχούς και στα μέλη συγκεκριμένων μειονοτήτων (διότι οι περισσότερες μορφές βίας που χαρακτηρίζονται ως «έγκλημα» διαπράττονται από ανθρώπους αυτών των ομάδων)• οι μη-βίαιοι και μη-εγκληματίες φτωχοί θα είναι οργισμένοι με εκείνους τους φτωχούς που είναι βίαιοι εγκληματίες• και η προσοχή και των δύο αυτών τάξεων θα είναι τόσο απασχολημένη με την οργή εναντίων των εγκληματιών της κατώτερης τάξης, ώστε να μην προσέξουν ότι έχουν πολύ καλύτερους λόγους να θυμώνουν με τους πολύ πλούσιους και το κόμμα που εκπροσωπεί τα συμφέροντά τους, παρά και με το σύνολο ακόμα όλων των εγκληματιών.
Κατά ειρωνικό τρόπο, όποτε η εγκληματικότητα βρίσκεται στο απόγειό της, το κόμμα των πλουσίων μπορεί να αυτοπαρουσιαστεί ακόμα και ως ο σωτήρας όλων, υποσχόμενο ότι «θα σκληρύνει τη στάση του ενάντια στο έγκλημα» και διακηρύσσοντας τον «πόλεμο κατά του εγκλήματος» (ο οποίος, όπως είπα, στην πραγματικότητα είναι ένας πόλεμος εναντίον των φτωχών – της κοινωνικής εκείνης τάξης η οποία, μέσα σε αυτή την πλάνη, αντιμετωπίζεται ως η υπέρτατη πηγή βίας και εγκληματικότητας), αποσπώντας έτσι την προσοχή από το γεγονός ότι η υπέρτατη πηγή των περισσότερων φαινομένων βίας και εγκληματικότητας είναι στην πραγματικότητα η ανώτερη τάξη, ή, καλύτερα, το ταξικό σύστημα.
Επομένως, δεν προκαλεί καθόλου έκπληξη - στην πραγματικότητα είναι απολύτως αναμενόμενο – το ότι αυτοί που ταυτίζονται με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης θα επεδίωκαν τέτοιες πολιτικές, οι οποίες οδηγούν στην αύξηση του δείκτη αυτού που νομικά ορίζεται ως βία και εγκληματικότητα. Τέτοιες πολιτικές περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
1) Τιμωρώντας όλο και περισσότερους ανθρώπους (εγκληματίες) όλο και περισσότερο σκληρά, μέσω όλο και πιο απάνθρωπων φυλακών, με θανατική ποινή, κλπ. Τίποτα δεν ενισχύει το έγκλημα περισσότερο σθεναρά και αποτελεσματικά από την τιμωρία (καθώς η τιμωρία ενισχύει τα αισθήματα ντροπής και ελαττώνει τα αισθήματα ενοχής, και η ντροπή ενθαρρύνει τα φαινόμενα βίας, ειδικά όταν αυτά δεν εμποδίζονται από τις ενοχές).
2) Θέτοντας εκτός νόμου εκείνα τα ναρκωτικά που εμποδίζουν τη βία (όπως η μαριχουάνα και η ηρωίνη), ενώ νομιμοποιεί και διαφημίζει εκείνα που διεγείρουν τη βία και προκαλούν σωματικές βλάβες και θάνατο (όπως το αλκοόλ και ο καπνός)• και καθιστώντας παράνομα σε βαθμό κακουργήματος εκείνα τα ναρκωτικά που δεν έχει αποδειχτεί να έχουν κάποιο άμεσο (φαρμακολογικά) αποτέλεσμα στη βίαιη συμπεριφορά (όπως η κοκαΐνη), ξοδεύοντας έτσι δισεκατομμύρια δολάρια των φορολογουμένων για να ενθαρρύνουν τη βία και την εγκληματικότητα, με το να διοχετεύουν τεράστια ποσά δημοσίου χρήματος ενάντια σε εκείνο το οργανωμένο έγκλημα, που κερδίζει από το γεγονός ότι όσο μικρότερη είναι η προσφορά αυτών των ναρκωτικών, τόσο μεγαλύτερη είναι η τιμή• και μετά παραπληροφορούν το κοινό για τη σχέση μεταξύ ναρκωτικών, βίας, και εγκληματικότητας, λες και η βία και η εγκληματικότητα προκαλούνται εξαιτίας των παράνομων ναρκωτικών (το οποίο δεν ισχύει), αντί των εξαιρετικά κερδοφόρων νόμιμων ναρκωτικών όπως το αλκοόλ (το μοναδικό ναρκωτικό που έχει αποδειχθεί ότι διεγείρει τη βία). Όλα αυτά αποπροσανατολίζουν το κοινό από το να προσέξει ότι η πραγματική αιτία της βίας δεν είναι τα ναρκωτικά: Η πραγματική αιτία της βίας είναι ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» (και οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες για τις οποίες ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» σχεδιάστηκε ώστε να αποσπά την προσοχή).
3) Χειραγωγώντας τους φορολογικούς νόμους και άλλες οικονομικές πολιτικές έτσι ώστε να μεγαλώσει η διαφορά εισοδήματος και πλούτου μεταξύ πλουσίων και φτωχών, διότι αυτό επίσης ενθαρρύνει τη βία και την εγκληματικότητα, μεγιστοποιώντας το βαθμό στον οποίο οι φτωχοί υφίστανται εμπειρίες και συναισθήματα ντροπής, ταπείνωσης και κατωτερότητας.
4) Στερώντας στους φτωχούς την πρόσβαση στην εκπαίδευση (ειδικά αν βρίσκονται στη φυλακή), διότι τίποτα δεν μειώνει τους δείκτες βίας και εγκληματικότητας περισσότερο δραστικά και αποτελεσματικά από την εκπαίδευση. Γνωρίζουμε ότι ο μοναδικός και πιο αποτελεσματικός παράγοντας που μειώνει το δείκτη υποτροπής των κρατουμένων είναι η εκπαίδευση, και παρολαυτά η εκπαίδευση στις φυλακές είναι το πρώτο πράγμα που περικόπτεται όταν η διεύθυνση «σκληραίνει τη στάση της κατά του εγκλήματος». Η αποπεράτωση σπουδών των κρατουμένων υπό επανένταξη τους παρέχει μία πηγή αυτοεκτίμησης και υπερηφάνειας• τους κάνει λιγότερο ευάλωτους απέναντι στα αισθήματα ντροπής και στις βλάβες της συστημικής βίας (φτώχεια) που προκαλούν την εγκληματική συμπεριφορά.
5) Διαιωνίζοντας τη διαίρεση της κοινωνίας σε κάστες, η οποία συνήθως γίνεται με φυλετικά κριτήρια. Οι φτωχοί και τα μέλη μειονοτικών φυλετικών και εθνοτικών ομάδων συνήθως υφίστανται αισθήματα ντροπής, ταπείνωσης και κατωτερότητας, τους λένε ότι είναι από τη φύση τους ανόητοι και πνευματικά κατώτεροι• αυτό στη συνέχεια μετατρέπεται σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία, αφού τους στερούν την εκπαίδευση που χρειάζονταν προκειμένου να αναπτύξουν τις πραγματικές πνευματικές τους δυνατότητες.
6) Εκθέτοντας το κοινό σε μορφές διασκέδασης που υμνούν τη βία και την εκλαμβάνουν ως πηγή υπερηφάνειας, τιμής, και ανδροπρεπούς αυτο-εκτίμησης.
7) Κάνοντας θανάσιμα όπλα εύκολα προσβάσιμα στο κοινό.
8) Μεγιστοποιώντας την πόλωση και την ασυμμετρία των κοινωνικών ρόλων των δύο φύλων. Τίποτα δεν ενθαρρύνει περισσότερο τη βία και την εγκληματικότητα από τη διαίρεση των αντρών και γυναικών σε βίαια αντικείμενα οι πρώτοι, και σεξουαλικά αντικείμενα οι δεύτερες.
9) Ενθαρρύνοντας την προκατάληψη ενάντια στην ομοφυλοφιλία, προσπαθώντας να κρατήσουν τους ομοφυλόφιλους εκτός στρατού, και εκτός ηγετικών θέσεων σε θρησκευτικούς θεσμούς. Τίποτα δεν ενθαρρύνει τη βία περισσότερο έντονα και αποτελεσματικά από την ομοφοβία, όπως ακριβώς τίποτα δε θα εμπόδιζε περισσότερο αποτελεσματικά τη βία από μία πιο ήπια, ανεκτική, και με σεβασμό στάση απέναντι στην ομοφυλοφιλία (άλλωστε πώς θα δικαιολογούνταν η ύπαρξη του στρατού χωρίς τη βία;).
10) Διαιωνίζοντας και νομιμοποιώντας την έκθεση των παιδιών και των νέων στη βία, όπως είναι η σωματική τιμωρία στο σχολείο και στο σπίτι, βλάβες που θα εκλαμβάνονταν ως επίθεση και βιαιοπραγία εάν τις υφίσταντο οι μεγαλύτεροι, και παρολαυτά θεωρούνται συνήθως νόμιμες από τα ανώτατα δικαστήριά μας.
11) Ρυθμίζοντας την οικονομία έτσι ώστε να εξασφαλιστεί πως η ανεργία δεν θα εξαλειφθεί ποτέ, ούτε θα πέσει κάτω από ένα όριο.