23 Ιαν 2010

Άδωνις Γεωργιάδης: ιστορική παραχάραξη, ή ιστορική άγνοια;

23 Ιαν 2010 , 9:42 μ.μ.
Θλίψη και οργή νιώθουμε να μας κυριεύουν τις περισσότερες φορές που ακούμε τον Άδωνη να παραδίδει από την εκπομπή του «μαθήματα» ελληνικής ιστορίας. Κι αυτό όχι τόσο για τα ανιστόρητα λάθη και τις παραχαράξεις του, μερικές από τις οποίες θα δούμε σήμερα στην παρούσα ανάρτηση. Αλλά κυρίως για τον τρόπο που καπηλεύεται κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, τα αποκόπτει εντελώς από το ιστορικό τους πλαίσιο, και με τον πλέον ανιστόρητο και παιδιάστικο αναχρονισμό τα προβάλλει στο σήμερα.

Είναι πραγματικά απίστευτο, όταν από τον τεράστιο πλούτο των αρχαίων κειμένων, με την ευρύτατη θεματολογία τους και τη διαχρονική φρεσκάδα τους, ο Άδωνης στις εκπομπές του κατά κανόνα (και ακολουθώντας το παράδειγμα του «δασκάλου» του) απομονώνει από το ιστορικό τους πλαίσιο και παρουσιάζει κυρίως όσα εκφράζουν (ή μοιάζει να εκφράζουν) μίσος για το διαφορετικό, υπέρμετρη αυταρέσκεια, ρατσισμό και γενικά όλα αυτά τα στοιχεία που εκφράζουν την ακροδεξιά ιδεολογία.

Η επιλεκτική αυτή παρουσίαση βέβαια προδίδει και το πραγματικό τους πρόσωπο. Πρόσωπο που εκτός των άλλων διακρίνεται και για την έλλειψη θάρρους, όταν για τις απόψεις τους κρύβονται συχνά κάτω από τα φουστάνια αναγνωρισμένων προσωπικοτήτων, με το ανώριμο στιλ «δεν το είπα εγώ, ο τάδε αρχαίος το είπε»! Λες και οι αρχαίοι ήταν αυθεντίες σε ό,τι λέγαν, και είναι τάχα ιεροσυλία στα κείμενά τους να ξεχωρίζεις την ήρα από το στάρι.

Πάμε λοιπόν να δούμε μερικά παραδείγματα από παλιότερες και πρόσφατες εκπομπές του Άδωνη, για να καταλάβετε καλύτερα σε τι αναφερόμαστε.


Τα «αντιμεταναστευτικά» αισθήματα του Ομήρου.

Για αρχή λοιπόν, ξεκινήστε να ξερνάτε με τον τρόπο που διαβάζει και ερμηνεύει τον Όμηρο:




Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς εδώ; Ότι παρουσιάζει τον Όμηρο/Αχιλλέα να μιλάει υποτιμητικά για «τους Πακιστανούς της εποχής»; Πόσο άσχετος πρέπει να είναι, και πόσο θράσος χρειάζεται να έχει κάποιος για να προβάλλει τις ομηρικές αξίες και έννοιες στο σήμερα, και να μην καταλαβαίνει ότι η έννοια του «ατίμητου μετανάστη» μπορεί κάλλιστα να αναφέρεται και σε Έλληνα, που έφυγε από την πόλη του και πήγε σε άλλη; Κι ότι δεν μπορεί να εκτιμηθεί ανεξάρτητα από το ηρωικό ιδεώδες της εποχής;


Και προσέξτε αναίδεια, όταν εκτός των άλλων συμβουλεύει:

Άμα δε σας αρέσουν κύριοι τα αρχαία κείμενα, μη τα διαβάζετε. Αλλά σας παρακαλώ πολύ αυτά που εσείς τα βρίσκετε ξενοφοβικά και ρατσιστικά, να μην επικαλείστε την αρχαία ελληνική γραμματεία.


Για το ότι μεταξύ άλλων υπήρξε και κάποιος Πλάτωνας που άσκησε εξοντωτική κριτική στα ομηρικά έπη, και στο δέκατο βιβλίο της «Πολιτείας» πέταξε τον Όμηρο και τους ποιητές έξω από την ιδανική πόλη του, τι συμβουλή θα δίνατε στο φιλόσοφο; Αν δεν του άρεσε ο Όμηρος, ας μην τον διάβαζε; Και ποιος νομίζετε ότι είστε που θα μας υποδείξετε τι θα διαβάζουν οι άλλοι, λες μόνο εσείς κατέχετε τη μοναδική αληθινή ερμηνεία των αρχαίων κειμένων, και μόνο σε σας ανήκουν;


Ο «λαοτιανός Ισοκράτης».

Πού να φανταζόταν ο έρμος ο Ισοκράτης, ότι μετά από πολλούς αιώνες θα χριζόταν επίτιμο στέλεχος μιας ακροδεξιάς παράταξης, και μάλιστα από κάποιον που παρουσιάζεται λες και είναι ο προφήτης του.

Πάρτε λογική και μαθήματα αναχρονιστικής ερμηνείας για προχωρημένους (το υφάκι "ξερόλας" το αφήνω ασχολίαστο):



«Εάν σου αρέσει σε ένα ο Ισοκράτης, προφανώς πρέπει να σου αρέσει σε όλα».

Άκουσον-άκουσον δήλωση που έκανε ο άνθρωπος, και θέλει να περνιέται και για μορφωμένος! Λέξεις όπως «κριτική ικανότητα» είναι άγνωστες φαίνεται στον βουλευτή μας. Λες και οι σκέψεις του Ισοκράτη πρέπει να λαμβάνονται όλες μαζί σαν τα πακέτα του Λιάκουρα, και δεν επιτρέπεται να τις εντάσσουμε στο ιστορικό τους πλαίσιο, να τις αξιολογούμε και να τις διαχωρίζουμε.

Αν όμως ο Άδωνης το πιστεύει πραγματικά αυτό που λέει, μάλλον βάζει πάλι αυτογκόλ. Πόσες φορές δεν μας έχει πει ότι εκτιμά τον Κ. Πλεύρη, τις «έρευνές» του και τις ιστορικές του γνώσεις, αλλά διαφοροποιείται από τις πολιτικές του θέσεις. Αμ δεν πάει έτσι κύριε Άδωνη. Διότι «εάν σου αρέσει σε ένα ο Πλεύρης, προφανώς πρέπει να σου αρέσει σε όλα». Είναι έτσι, ή μήπως τώρα αυτή η άποψη ακούγεται λίγο ηλίθια;

Κι ο παιδιάστικος αναχρονισμός συνεχίζεται:




«Μιλάμε λοιπόν για ένα πρόσωπο σεβαστό. Ένα πρόσωπο που σήμερα μας χρειάζεται γιατί σήμερα βρισκόμαστε στην ίδια ακριβώς θέση».

Η φράση-κλειδί είναι το «μας χρειάζεται». Ο Ισοκράτης λοιπόν εργαλείο στην αντιμεταναστευτική πολιτική του ΛάΟΣ. Και με την ιστορική ευαισθησία που διακρίνει τον Άδωνη, δηλώνει: «γιατί σήμερα βρισκόμαστε στην ίδια ακριβώς θέση».

Αυτό που έβλεπε ο Ισοκράτης στην εποχή του, ήταν τις ελληνικές πόλεις να καταστρέφονται από τις μεταξύ τους συγκρούσεις, ρημαγμένες ήδη από τον Πελ. πόλεμο, και τον Πέρση βασιλιά να γίνεται όλο και πιο επικίνδυνος. Η θέση του Ισοκράτη λοιπόν, ότι οι ελληνικές πόλεις πρέπει να ομονοήσουν, κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη συνένωσή τους εναντίων των Περσών, ήταν για την εποχή που διατυπώθηκε βάσιμη και ρεαλιστική.

"Στην ίδια θέση θα βρισκόμασταν σήμερα", εάν π.χ. η σημερινή Αθήνα βρισκόταν σε κατάσταση σύγκρουσης με την Θεσσαλονίκη, τα Τρίκαλα με το Βόλο κλπ., και με την Τουρκία να χρηματοδοτεί τις πόλεις χωριστά για να τρώγονται μεταξύ τους, εποφθαλμιώντας να τις καταλάβει. Αλλά και πάλι δε θα ήταν το ίδιο.

Το να καπηλεύεται κάποιος τις ιδέες του Ισοκράτη για να δικαιολογήσει τη σημερινή αντιμεταναστευτική του πολιτική, δεν είναι απλά ανιστόρητο και αναχρονιστικό. Είναι πρόστυχο!

Με την ευκαιρία, να επισημάνουμε ότι από το όργιο αυτό της πατιδοκαπηλίας δεν γλύτωσε ούτε ο δύσμοιρος ο Αισχύλος, ο οποίος "υποχρεώθηκε" από τον Άδωνη να ξαναπεί το "ίτε παίδες Ελλήνων", αυτή τη φορά ... ενάντια στο νομοσχέδιο του ΠΑΣΟΚ!!!





Πάμε όμως τώρα να δούμε πώς ερμηνεύει ο Άδωνης το πιο γνωστό χωρίο του Ισοκράτη:





Τι μας λέει εδώ ο Άδωνης; Ότι ο Ισοκράτης δεν τα πιστεύει πραγματικά αυτά που είπε, αλλά υπερβάλλει μέσα από ένα ρητορικό σχήμα. Ο Άδωνης πατάει στη λέξη «δοκείν» ερμηνεύοντάς τη μονοσήμαντα, για να μας πείσει ότι στην ουσία ο Ισοκράτης πιστεύει ότι Έλληνας δεν γίνεσαι, αλλά γεννιέσαι, κι ότι εδώ δεν εννοεί αυτά που λέει!!!

Κι η πλάκα είναι ότι τονίζει και το "πεποίηκεν", για να υποστηρίξει ότι τάχα ο Ισοκράτης εννοεί ότι "είναι φτιαχτό", και δεν το πιστεύει στ' αλήθεια. Μα φυσικά κύριε Άδωνη ο Ισοκράτης εδώ ισχυρίζεται ότι η ιδιότητα του Έλληνα είναι κάτι "φτιαχτό", κάτι δηλαδή που γίνεται, όπως ακριβώς δηλώνει το ρήμα. Από πού όμως προκύπτει το συμπέρασμα ότι δεν το πιστεύει κιόλας;

Δυστυχώς για τον Άδωνη, υπάρχει ένα άλλο χωρίο στον «Ευαγόρα» που στηρίζει τη θέση ότι ο Ισοκράτης πίστευε τελικά πως Έλληνας μπορείς και να γίνεις. Πάμε στον «Ευαγόρα», λοιπόν, παρ. 66, όπου ο Ισοκράτης εγκωμιάζει τον ομώνυμο βασιλιά της Κύπρου που έκανε, λέτε τι :

Ος αυτόν μεν εξ ιδιώτου τύραννον κατέστησε, το δε γένος άπαν απεληλαμένον της πολιτείας εις τας προσηκούσας τιμάς πάλιν επανήγαγε, τους δε πολίτας εκ βαρβάρων μεν Έλληνας εποίησεν, εξ ανάνδρων δε πολεμικούς, εξ αδόξων δ’ ονομαστούς, τον δε τόπον άμικτον όλον παραλαβών και παντάπασιν εξηγριωμένον ημερώτερον και πραότερον κατέστησεν…» (παρ. 66).


Μετάφραση:

Ο Ευαγόρας κατέστησε τον εαυτό του από ιδιώτη τύραννο, την οικογένειά του που είχε εκδιωχθεί από την πολιτική την επανέφερε στις τιμές που της άξιζε, και τους πολίτες τους έκανε από βάρβαρους Έλληνες, από άνανδρους μαχητικούς, από ασήμαντους ξακουστούς, και έχοντας παραλάβει όλον τον τόπο αφιλόξενο και σε παντελώς άγρια κατάσταση, τον κατέστησε ημερότερο και πραότερο.


Το απόσπασμα αυτό, σε συνδυασμό και με το παραπάνω χωρίο του «Πανηγυρικού» που διάβασε ο Άδωνης, έρχεται να επιβεβαιώσει πανηγυρικά ότι ναι μεν πράγματι ο Ισοκράτης πίστευε στην ανωτερότητα των Ελλήνων και την κατωτερότητα των βαρβάρων, την ανωτερότητα όμως αυτή τη στήριζε στην ελληνική παιδεία, όχι στην καταγωγή. Γι’ αυτό και δεν απέκλειε την περίπτωση να μπορεί να γίνει Έλληνας και κάποιος βάρβαρος.

Και φυσικά εδώ αποδεικνύεται ότι το ρήμα "εποίησεν", που αναφέρεται πάλι στην ιδιότητα "Έλληνες", είναι αδύνατον να υπονοεί κάτι το "ψεύτικο", γιατί τότε θα σήμαινε κι ότι δεν τα εννοεί στην πραγματικότητα όταν λέει ότι τους έκανε "μαχητικούς" και "ξακουστούς".

Θα προτείναμε λοιπόν στον αγαπητό μας Άδωνη, εάν ψάχνει αρχαίους «φυλετιστές», που να αναφέρονται δηλαδή αποκλειστικά σε «ανώτερες» και «κατώτερες» φυλές, να αφήσει στην άκρη τον Ισοκράτη, γιατί δεν θα τον βοηθήσει καθόλου.

Και του το προτείνουμε από ειλικρινές ενδιαφέρον για την ψυχική του υγεία, προτού ώρα κακιά το φέρει και διαβάσει ένα άλλο απόσπασμα του Ισοκράτη από τον «Φίλιππο», στο οποίο ο Ισοκράτης διακρίνει την Ελλάδα … από τη Μακεδονία!!!

[106] Ο τε κτησάμενος την αρχήν, μείζον φρονήσας των αυτού πολιτών και μοναρχίας επιθυμήσας, ουχ ομοίως εβουλεύσατο τοις προς τας τοιαύτας φιλοτιμίας ορμωμένοις. [107] Οι μεν γαρ εν ταις αυτών πόλεσιν στάσεις και ταραχάς και σφαγάς εμποιούντες εκτώντο την τιμήν ταύτην, ο δε τον μεν τόπον τον Ελληνικόν όμως είασεν, την δ’ εν Μακεδονία βασιλείαν κατασχείν επεθύμησεν. Ηπίστατο γαρ τους μεν Έλληνας ουκ ειθισμένους υπομένειν τας μοναρχίας, τους δ’ άλλους ου δυναμένους άνευ της τοιαύτης δυναστείας διοικείν τον βίον και σφέτερον αυτών. [108] Και γαρ τοι συνέβη διά το γνώναι περί τούτων αυτόν ιδίως και την βασιλείαν γεγενήσθαι πολύ των άλλων εξηλλαγμένην. Μόνος γαρ των Ελλήνων ουχ ομοφύλου γένους άρχειν αξιώσας, μόνος και διαφυγείν ηδυνήθη τους κινδύνους τους περί τας μοναρχίας γιγνομένους. Τους μεν γαρ εν τοις Έλλησι τοιούτον τι διαπεπραγμένους εύροιμεν αν ου μόνον αυτούς διεφθαρμένους, αλλά και το γένος αυτών εξ ανθρώπων ηφανισμένον, εκείνον δ’ αυτόν τα’ εν ευδαιμονία τον βίον διαγαγόντα τω τε γένει καταλιπόντα τας αυτάς τιμάς άσπερ αυτός είχεν.



Μετάφραση:

Κι εκείνος [ενν. ο Περδίκκας], παρόλο που σκεφτόταν περισσότερο από τους συμπολίτες του [ενν. του Άργους] και επιθυμούσε τη μοναρχία, δεν αποφάσισε το ίδιο μ’ αυτούς που ξεκινούσαν με παρόμοιες φιλοδοξίες. Διότι εκείνοι πάσχιζαν να αποκτήσουν το αξίωμα αυτό στις δικές τους πόλεις με στάσεις και ταραχές και σφαγές. Εκείνος όμως παράτησε τον ελληνικό τόπο, και θέλησε να κατακτήσει τη βασιλεία στη Μακεδονία. Διότι γνώριζε καλά ότι οι μεν Έλληνες δεν είναι μαθημένοι να ανέχονται τα μοναρχικά καθεστώτα, ενώ οι άλλοι είναι αδύνατον να διευθετήσουν τη ζωή τους χωρίς μια τέτοια δυναστεία. Κι έτσι συνέβη, από προσωπική του γνώση γι’ αυτά τα θέματα, και η βασιλεία του αποδείχτηκε πολύ διαφορετική από τις άλλες. Διότι ήταν ο μόνος από τους Έλληνες που αξίωσε να μην εξουσιάζει ομόφυλο γένος, κι ήταν ο μόνος που μπόρεσε να ξεπεράσει τους κινδύνους που προκύπτουν από τα μοναρχικά καθεστώτα. Διότι όσοι προσπάθησαν να εφαρμόσουν κάτι ανάλογο στους Έλληνες, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι όχι μόνο αυτοί δολοφονήθηκαν, αλλά και η γενιά αυτών των ανθρώπων εξαφανίστηκε, εκείνος όμως διήγαγε μία ευτυχισμένη ζωή, και η γενιά που άφησε απολάμβανε τις ίδιες με αυτόν τιμές.


Όπως θα καταλάβατε όλοι, ο Ισοκράτης δεν αμφισβητεί την ελληνική καταγωγή της μακεδονικής δυναστείας. Όχι όμως αμφισβητεί, αλλά και με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο μας πετάει στα μούτρα ότι τόσο η μακεδονική γη, όσο και οι κάτοικοί της, ΔΕΝ ανήκε στην Ελλάδα και ΔΕΝ ήταν Έλληνες.

Με τη δική σας (και μόνο) λογική λοιπόν, κύριε Γεωργιάδη, είστε υποχρεωμένος να το δεχτείτε. Διότι όπως και ο ίδιος είπατε:

«Εάν σου αρέσει σε ένα ο Ισοκράτης, προφανώς πρέπει να σου αρέσει σε όλα».

Κι αν δεν κάνω λάθος, κύριε Γεωργιάδη, από τη Φλώρινα της Μακεδονίας κατάγεστε, και υποψιάζομαι ότι είναι στατιστικά απίθανο να έρχεστε κατευθείαν από τη μακεδονική δυναστεία. Οπότε, σε ποια φυλή λέτε να σας κατέτασσε ο Ισοκράτης; Θα παρηγορηθείτε άμα σας πω ότι κι οι Μακεδόνες, αν και δεν ήταν (κατά Ισοκράτη) Έλληνες, στην πορεία γίνανε χάρη στην "ημετέρα παιδεία";

Περαστικά σας.



Η «εθνική ανάταση» του Ηροδότου.

Το επόμενο απόσπασμα έχει πολύ μεγάλη πλάκα.



Λέει ο Άδωνης:

Λήμμα ‘Ελλάς’, έτσι για να πάρουμε και λίγο ανάταση (sic). Λήμμα ‘Ελλάς’: Το ελληνικό έθνος χωρίστηκε από την παλαιά εποχή από το βαρβαρικό, επειδή ήτον και πιο επιδέξιο και πιο απαλλαγμένο από τη βλακώδη σκέψη (Ηρόδοτος, Α, 60). Αυτό κι αν είναι ρατσισμός! Οι Έλληνες χωριστήκαμε κατά τον Ηρόδοτο από τους βαρβάρους, γιατί εμείς ήμασταν πιο επιδέξιοι και δεν είχαμε βλακώδη σκέψη, όπως οι βάρβαροι.


Οι γνωστές γκαιμπελο-μέθοδοι του Άδωνη εν πλήρει δράσει. Μας σερβίρει ένα κουτσουρεμένο απόσπασμα του Ηροδότου, για να μας «αποδείξει» πόσο φυλετικά ανώτερος ένιωθε ο αρχαίος ιστορικός.

Αρκεί φυσικά να κάνουμε το αυτονόητο (και μάλλον αδιανόητο για το ακροδεξιό κοπάδι): Να διαβάσουμε ολόκληρη την παράγραφο 60 του Βιβλίου Α, για να βγάλουμε το νόημα:

Αλλά έπειτα από λίγο καιρό οι οπαδοί του Μεγακλή και του Λυκούργου συμφιλιώθηκαν και έδιωξαν τον Πεισίστρατο. Έτσι ο Πεισίστρατος πήρε για πρώτη φορά την εξουσία και πριν ακόμα την σταθεροποιήσει, την έχασε. Εκείνοι όμως που τον είχαν διώξει διχάστηκαν πάλι και άρχισαν αγώνα μεταξύ τους. Ο Μεγακλής, εξαντλημένος πια από τον εσωτερικό σπαραγμό, μήνυσε στον Πεισίστρατο ότι θα τον βοηθούσε να γίνει πάλι τύραννος αν δεχόταν να πάρει γυναίκα την κόρη του. Ο Πεισίστρατος δέχτηκε την πρόταση κι έγινε μεταξύ τους η ακόλουθη συμφωνία: Για να γυρίσει ο Πεισίστρατος από την εξορία, μεταχειρίστηκαν ένα πολύ χοντρό, κατά τη γνώμη μου, τέχνασμα – αφού μάλιστα από αρκετό καιρό ο ελληνικός λαός διακρινόταν από τους βαρβάρους, τόσο επειδή ήταν πιο έξυπνος, όσο κι επειδή ήταν λιγότερο άπειρος και αφελής – και μάλιστα το μεταχειρίστηκαν εναντίον των Αθηναίων, οι οποίοι θεωρούνται οι εξυπνότεροι από όλους τους άλλους Έλληνες. Στον δήμο Παιανίας ζούσε μια γυναίκα που την έλεγαν Φύα. Ήταν ψηλή τέσσερεις πήχες παρά τρία δάχτυλα και πολύ ωραία. Την γυναίκα αυτή, αφού της φόρεσαν πανοπλία, την κάθισαν επάνω σ’ ένα άρμα και αφού της έδειξαν πώς έπρεπε να στέκεται για να φαίνεται μεγαλοπρεπής, την οδήγησαν με το άρμα στην πόλη όπου είχαν στείλει από πριν διαλαλητές, οι οποίοι, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν λάβει, φώναζαν: «Αθηναίοι, ελάτε να υποδεχτείτε τον Πεισίστρατο, που η ίδια η Αθηνά τον εκτιμάει περισσότερο απ’ όλους τους ανθρώπους, και οδηγεί στην ακρόπολή της». Αυτά φώναζαν οι κήρυκες και αμέσως διαδόθηκε η φήμη στους δήμους της υπαίθρου ότι η Αθηνά η ίδια οδηγούσε τον Πεισίστρατο στην ακρόπολη και οι κάτοικοι της πολιτείας πείσθηκαν ότι η γυναίκα εκείνη ήταν πραγματικά η θεά. Την προσκύνησαν και υποδέχτηκαν τον Πεισίστρατο (μτφ. Α. Βλάχος).


Τι μας λέει με λίγα λόγια ο Ηρόδοτος; Ότι, αν και οι Έλληνες θεωρούνται εξυπνότεροι από τους βάρβαρους, και οι Αθηναίοι οι εξυπνότεροι των Ελλήνων, στην προκειμένη περίπτωση οι Αθηναίοι αποδείχτηκαν πιο βλάκες κι από τον πιο ηλίθιο. Την πήρατε την «εθνική σας ανάταση», κύριε Γεωργιάδη;

Κι αν επιμένετε στο κουτσουρεμένο σας χωρίο, να πάτε να πείτε σε κάποιον Θεσσαλονικιό ότι ένας (βέρος) Αθηναίος είναι εξυπνότερος απ’ αυτόν. Κι ότι δεν το λέτε εσείς, το λέει ο Ηρόδοτος (ή θα μου πείτε τώρα ότι άλλες εποχές τότε, κι αλλιώς το εννοούσε;).



Ο «ρατσιστής» Πλάτων.



Για αρχή καταγράφω την πιο αστεία δήλωση που έκανε, δείχνοντας τα βιβλία του Πλάτωνα:

Ο λόγος που μας έχουν κρύψει αυτά τα βιβλία, είναι γιατί αυτά τα βιβλία κυρίες και κύριοι πολεμούν αυτή τη θολοκουλτούρα.


Άκουσον άκουσον! Οι θολοκουλτουριάρηδες αποκρύπτουν από τους νεοέλληνες τα βιβλία του Πλάτωνα. Έχω ακούσει βλακείες και βλακείες, αλλά αυτή ξεπερνά τα όρια συνωμοσιολογίας τύπου Λιακόπουλου!

Αν ο Άδωνης εννοεί αυτό που είπε, τότε πολύ απλά είναι εντελώς άσχετος από την ελληνική και τη διεθνή πραγματικότητα. Αγνοεί το πλήθος ελληνικών μεταφράσεων της Πολιτείας και των άλλων κειμένων. Αγνοεί ότι τα βιβλία αυτά τα βρίσκουμε σχεδόν σε κάθε βιβλιοπωλείο, σε κάθε βιβλιοθήκη, σε κάθε σπουδαστήριο ανθρωπιστικών επιστημών. Αγνοεί ακόμα κι ότι κάποια από αυτά αποτελούν διδακτέα ύλη της Γ’ Λυκείου, και σχεδόν κάθε τμήματος φιλολογίας και φιλοσοφίας στα ελληνικά πανεπιστήμια. Και φυσικά φαίνεται να μην έχει πάρει γραμμή του έντονου και διαχρονικού διαλόγου σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά, ημερίδες, συμπόσια κλπ.

Διότι αν δεν τα αγνοεί όλα αυτά, τότε απλά κοροϊδεύει τους τηλε-οπαδούς του. Παρουσιάζει κάποια από τα πιο δημοφιλή βιβλία σαν «απαγορευμένα», που τάχα αποκρύπτονται από ανθέλληνες, ώστε να κάνουν οι «ξυπνήστε-Έλληνες» την επανάστασή τους και να τα αγοράσουν από τις εκδόσεις του. Δε βαριέσαι όμως! Αν είναι το ημιμαθές κοπάδι των ελληναράδων να σταματήσει να διαβάζει Πλεύρη και να ενδιαφερθεί για Πλάτωνα, χαλάλι η μέθοδος.

Στη συνέχεια, ο Άδωνης λέει ότι το επίμαχο χωρίο το είπε ο Σωκράτης.

Θα περίμενε κανείς από τον κ. Γεωργιάδη να κάνει μία σύντομη νύξη τουλάχιστον για το ότι ο Σωκράτης είναι η λογοτεχνική persona του Πλάτωνα, κι ότι όσο προχωράμε στα μεταγενέστερα πλατωνικά έργα, τόσο περισσότερο απομακρύνεται ο πλατωνικός Σωκράτης από τον ιστορικό Σωκράτη. Να μας πει ότι στο πέμπτο βιβλίο της Πολιτείας, τα όσα διαβάζουμε είναι πλατωνικές απόψεις που ανήκουν στη «μέση» πλατωνική περίοδο, η οποία απέχει από το Σωκράτη των πρώιμων διαλόγων.

Ωστόσο ο κ. Γεωργιάδης δεν το κάνει, και ο λόγος δεν είναι φυσικά ότι δεν το γνωρίζει. Έχοντας ξανασυναντήσει αυτή τη μέθοδο στα βιβλία του Πλεύρη, μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι προσπαθεί να συνδέσει τον ανθρωπισμό με το «φυλετισμό».

Ρωτάει ο Άδωνης: «Υπάρχει μεγαλύτερο πρότυπο ανθρωπισμού στην παγκόσμια φιλοσοφία απ’ το Σωκράτη»; Για να απαντήσει φυσικά «όχι».

Αφού λοιπόν εξασφάλισε την συγκατάθεσή μας ότι ο Σωκράτης είναι ο μεγαλύτερος ανθρωπιστής, μιας και η φιγούρα του Σωκράτη είναι πολύ πιο οικεία στους περισσοτέρους απ’ ότι του Πλάτωνα, μπορεί να προχωρήσει στην ανάγνωση του επίμαχου χωρίου. Για να βγάλουν μετά οι αφελείς το συμπέρασμα «ε, άμα τα λέει αυτά κι ο μεγαλύτερος ανθρωπιστής, εμείς τότε γιατί να λέμε τους λαοτιανούς ακραίους».

Το χωρίο λοιπόν αυτό δεν ανήκει στον (ιστορικό) Σωκράτη, αλλά στον Πλάτωνα. Ας το παραθέσουμε εδώ από την καλύτερη (κατά τη γνώμη μου) μετάφραση του Σκουτερόπουλου:

«Υποστηρίζω ότι το ελληνικό γένος έχει συνάφεια μεταξύ του και συγγενικότητα, ενώ σε σχέση με τους βαρβάρους είναι κάτι αλλιώτικο και ξένο προς αυτούς. […] Έτσι, λοιπόν, όταν οι Έλληνες μάχονται με τους βαρβάρους και οι βάρβαροι με τους Έλληνες, θα πούμε ότι πολεμούν κι ότι είναι από τη φύση τους εχθροί, και την έχθρα αυτή πρέπει να τη λέμε πόλεμο […] Λοιπόν, τούτη η πόλη που χτίζεις δεν θα ’ναι ελληνική;» (470c-e).


Το χωρίο αυτό, αποκομμένο από το ιστορικό του πλαίσιο, εύκολα δημιουργεί την εντύπωση ότι ο Πλάτωνας ήταν ρατσιστής, πιστεύοντας σε ανώτερες και κατώτερες φυλές, κι έτσι τον παρουσιάζει ο κ. Γεωργιάδης. Όπως όμως θα δούμε αμέσως, το απόσπασμα αυτό όχι μόνο δεν βασίζεται σε ρατσιστικό υπόβαθρο, αλλά συνιστά και πρόοδο για την εποχή που διατυπώθηκε.

Η Πολιτεία γράφτηκε γύρω από το 375 π.Χ. Είχε προηγηθεί ο καταστροφικός Πελοποννησιακός Πόλεμος, συνεχίζονταν οι συμπλοκές μεταξύ ελληνικών πόλεων, και, το χειρότερο απ’ όλα, η περσική απειλή ξαναγινόταν όλο και εντονότερη.

Είναι αφελής και ανιστόρητος όποιος νομίζει ότι «διαλύσαμε την Περσία μέσα σε μερικούς μήνες», μιας και η έκβαση των περσικών πολέμων απλώς ανέβαλε τις επεκτατικές διαθέσεις της Περσίας, αλλά ουδέποτε ματαίωσε. Ο Πέρσης βασιλιάς εκ των υστέρων χρηματοδοτούσε γενναιόδωρα ελληνικές πόλεις προκειμένου να στραφούν η μία εναντίον της άλλης, κι έκανε όλο και πιο πιεστική την παρουσία του στις ελληνικές υποθέσεις. Ήταν ιστορική αναγκαιότητα να γεννηθεί κάτω από αυτές τις συνθήκες η ιδέα ένωσης των ελληνικών πόλεων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κοινό κίνδυνο. Τόσο ο Ισοκράτης, όσο και ο Πλάτωνας εδώ απηχούν αυτό το πνεύμα. Με τη διαφορά ότι ο Πλάτωνας δεν οραματίζεται ένωση, αλλά τη δημιουργία μιας ιδανικής πόλης, η οποία θα αντιμετωπίζει φιλικά τις υπόλοιπες ελληνικές.

Επιπλέον, οι κοινωνίες εκείνες βασίζονταν στο δουλοκτητικό σύστημα, ένα σύστημα που τότε θεωρούνταν αυτονόητο. Όπως αυτονόητο ήταν και το να προμηθεύονται δούλους από τους αιχμαλώτους πολέμου. Ο Πλάτωνας διατυπώνει το αίτημα να σταματήσουν επιτέλους Έλληνες να υποδουλώνουν Έλληνες, και η προμήθεια δούλων να περιοριστεί σε βαρβαρικό πληθυσμό.

Εάν ένα τέτοιο αίτημα στο δρόμο της προόδου μπορεί για μας σήμερα να αποτελεί δέκα βήματα προς τα πίσω, για την εποχή εκείνη αποτελούσε ένα βήμα μπροστά. Με τους όρους στάση-πόλεμος, και «φύσει» φίλος/εχθρός, ο Πλάτωνας ουσιαστικά επεκτείνει τους ηθικούς κανόνες που ισχύουν για τους κατοίκους μιας πόλης, στο βαθμό που να συμπεριλάβουν όλες τις ελληνικές πόλεις μεταξύ τους. Απλά διστάζει να προχωρήσει περισσότερο. Όπως σχολιάζει ο Σκουτερόπουλος:

«Η αντιπαραβολή και η σύγκριση με το θεωρούμενο τότε ως αυτονόητο δικαίωμα του νικητή να υποδουλώνει τον ηττημένο και αιχμάλωτο εχθρό, κάτι που, ας σημειωθεί, το θεωρεί φυσικό δικαίωμα και ο θεμελιωτής του νεότερου διεθνούς δικαίου, ο Hugo Grotius στο De jure belli ac pacis (1625), μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε την πρόοδο του ηθικού αισθήματος που αποπνέει το πλατωνικό κείμενο έως το 471c3. Ωστόσο ο περιορισμός της ισχύος των κανόνων αυτών στην ενδοελληνική μόνον σφαίρα αποδυναμώνει σημαντικά την ανθρωπιστική βάση τους» (Πλάτωνος Πολιτεία, εκδ. Πόλις, σελ. 845).


Το πιο περίεργο πάντως είναι ότι ο κ. Γεωργιάδης, αφού τελειώσει την ανάγνωση του πλατωνικού χωρίου, τονίζει με έμφαση το πόσο υπερήφανος νιώθει που είναι Έλληνας. Θα θέλαμε πολύ να μάθουμε εάν την υπερηφάνεια αυτή την αντλεί και από τη δήλωση ότι οι Έλληνες είναι φύσει εχθροί με τους βαρβάρους. Διότι αν αισθάνεται υπερήφανος για μια τέτοια δήλωση, να μη διαμαρτύρεται μετά αν τον αποκαλούμε πολεμοκάπηλο και ρατσιστή . Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι η συγκεκριμένη διατύπωση του Πλάτωνα αποκτά σήμερα εντελώς διαφορετικό νόημα από την εποχή που διατυπώθηκε.

Για κακή του τύχη, η δήλωση αυτή δεν αποδεικνύει φυλετικό ρατσισμό του Πλάτωνα. Το «φύσει εχθρός» δεν συνεπάγεται αναγκαία και «φύσει ανώτερος». Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τα ανώτερα μαθήματα της Πολιτείας, δε θα βρει κανένα μάθημα με θέμα τον «εθνοκεντρισμό», «ελληνοκεντρισμό», ή κάτι τέτοιο. Θα βρει μονάχα μαθηματικά, φιλοσοφία, αρμονία, μαθήματα δηλαδή που χρησιμοποιούν την ίδια "γλώσσα" σε όλους τους λαούς.

Και κάτι που μάλλον δε θα αρέσει καθόλου στον κ. Γεωργιάδη:

Ο Πλάτωνας θεωρούσε πολύ πιθανό ότι η ιδανική πολιτεία που σχεδίαζε θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα όχι μόνο από Έλληνες, αλλά και από βαρβάρους. Ότι δηλαδή τόσο η μορφωμένη τάξη των επικούρων, όσο και οι φιλόσοφοι-βασιλιάδες θα μπορούσαν κάποια στιγμή στο χρόνο να εμφανίστηκαν ή να εμφανιστούν όχι μόνο σε ελληνική πόλη, αλλά και σε βαρβαρική:

«Αν λοιπόν στην απεραντοσύνη του παρελθόντος έχει συμβεί εξαιρετικά προικισμένοι φιλόσοφοι να αναλάβουν, ωθούμενοι από κάποια ανάγκη, μια πολιτεία ή αν αυτό συμβαίνει και τώρα σε κάποιον μακρινό βαρβαρικό τόπο που δεν μπορεί να τον φθάσει το μάτι μας ή αν πρόκειται να συμβεί κάποτε αργότερα, σχετικά με αυτό έχουμε όλη τη διάθεση να υποστηρίξουμε με επιχειρήματα ότι έχει υπάρξει η πολιτεία που περιγράψαμε και υπάρχει και τώρα και θα υπάρξει και στο μέλλον» (499c7-d3, μτφ. Ν. Σκουτερόπουλος).


Ποιος φυλετιστής θα τολμούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο;

Με τη «μέθοδο» του Άδωνη θα μπορούσα κι εγώ να σας «αποδείξω» ότι ο Πλάτωνας ήταν ινδουιστής, επειδή πίστευε στο δόγμα της μετενσάρκωσης. Κι ότι στον Τίμαιο ξέχασε τα όσα έγραφε στην Πολιτεία κι έγινε και σεξιστής, επειδή πίστευε ότι αν ένας άντρας δεν διάγει βίο ηθικό, για τιμωρία του στην επόμενη ζωή θα γεννηθεί γυναίκα (42b, 91a).

Ο Πλάτωνας δεν πέρασε στην αιωνιότητα επειδή μιλούσε για «φύσει εχθρούς βαρβάρους», μετενσαρκώσεις, και άλλα παρόμοια, κάτι που ουδέποτε άλλωστε μπήκε στον κόπο να αποδείξει. Η μεγαλοφυΐα του βρίσκεται στο ότι, στα θέματα με τα οποία καταπιάστηκε, συνδύαζε με σπάνιο τρόπο την ατσάλινη λογική με την ποιητική ευαισθησία. Και ξεκινώντας από απλές, καθημερινές ιδέες και εικόνες, μπορούσε να οδηγείται στα πιο συναρπαστικά φιλοσοφικά συμπεράσματα. Να μπορεί να σου χτίσει Παρθενώνες όχι με μάρμαρο, αλλά ακόμα και με κουρέλια.

Είναι ντροπή και πραγματικά για λύπηση κάποιος που βάζει μπροστά τον Πλάτωνα για να κρύψει το δικό του ρατσισμό.


Οι «θεοί» του πολέμου:

Παρακολουθείστε το παρακάτω απόσπασμα από εκπομπή του κ. Άδωνη (με το καυστικό-ανθελληνικό σχόλιο της Ελληνοφρένειας):




Εάν ο κ. Άδωνης περιοριζόταν στην περιγραφή του πολέμου, δεν θα είχαμε να σχολιάσουμε πολλά, πέραν του γλαφυρού του ύφους.

Εδώ όμως έχουμε πάλι ένα φαινόμενο ιδεολογικής φόρτισης, και παραπλανητικής γενίκευσης:

Οι “φιλειρηνισταί” Έλληνες… Οι “φιλειρηνισταί” Αθηναίοι…. Ο θεός του πολέμου ήμασταν! Ο λαός του πολέμου ήμασταν! Δεν ψαρώναμε μπροστά σε κανέναν!


Αυτό που έχει ιδιαίτερη ίσως σημασία είναι το α’ πληθυντικό πρόσωπο. Εμείς; Εμείς οι ίδιοι ήμασταν ο λαός του πολέμου; Κι εγώ κι ο Άδωνης και η γιαγιά μας κι ο μπακάλης της γειτονιάς ανήκουμε λοιπόν σε έναν πολεμικό-τσαμπουκά λαό, και μόνο ειρωνικά αναφερόμαστε στο φιλειρηνισμό;

Τι να θέλει άραγε να μας πει ο κ. Γεωργιάδης, όταν αυθαιρέτως μας χαρακτηρίζει «λαό πολεμικό»; Μήπως προσπαθεί να συνδέσει ένα ιστορικό γεγονός της αρχαιότητας, με κάποια όνειρα που τρέφει για το μέλλον;

Ας δούμε κι εδώ λοιπόν τι θα πει παραχάραξη της ιστορίας, και ιδεολογική σκοπιμότητα.
Συναντάμε ένα τυπικό σχήμα ανάγνωσης της αρχαίας ιστορίας από τον ακροδεξιό χώρο:
Οι θεοί του πολέμου:

Αρχαίοι Αθηναίοι ---( 1η γενίκευση)---> αρχαίοι Έλληνες ----(2η γενίκευση)---> εμείς οι Έλληνες.

Προσέξτε συμπέρασμα: ήμασταν ο λαός του πολέμου! Εμείς. Ο ελληνικός λαός.

Επιβεβαιώνεται κάτι τέτοιο από την ιστορία; Σαφώς και όχι! Σε αρκετές περιπτώσεις το αντίθετο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πόλεις ολόκληρες που «έδωσαν γη και ύδωρ» στον Πέρση βασιλιά, από φόβο μιας ενδεχόμενης επίθεσης (όλα τα χωρία παρακάτω σε μετάφραση Α. Βλάχου):

«Μετά ο Δαρείος προσπάθησε να καταλάβει τι είχαν στο νου τους οι Έλληνες• θα του αντιστέκονταν, ή θα του παραδίδονταν. Έστειλε, λοιπόν, κήρυκες σε όλη την Ελλάδα να ζητήσουν γην και ύδωρ για τον βασιλιά. Άλλους έστειλε στην Ελλάδα και άλλους στις παραθαλάσσιες φόρου υποτελείς του πολιτείες, να τις διατάξουν να ετοιμάσουν πολεμικά και μεταγωγικά πλοία.

Οι πολιτείες άρχισαν να ετοιμάζουν τα καράβια, και στους κήρυκες που έρχονταν στην Ελλάδα πολλοί από τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας έδωσαν τα όσα ζητούσε ο Πέρσης καθώς και όλοι ανεξαίρετα οι νησιώτες. Έτσι, λοιπόν, και οι άλλοι νησιώτες έδωσαν γην και ύδωρ στον Δαρείο, αλλά και οι Αιγινήτες» (Γ, 48-9).


«Εκείνοι που έδωσαν γην και ύδωρ ήσαν οι εξής: Οι Θεσσαλοί, οι Δόλοπες, οι Αινιάτες, οι Περραιβοί, οι Λοκροί, οι Μάγνητες, οι Μαλιείς, οι Αχαιοί της Φθιώτιδας, οι Θηβαίοι και οι άλλοι Βοιωτοί εκτός από τους Θεσπιείς και τους Πλαταιείς. Εναντίον αυτών ορκίστηκαν οι άλλοι Έλληνες, όσοι είχαν αποφασίσει να πολεμήσουν τον βάρβαρο. Ο όρκος ήταν αυτός: Όσοι Έλληνες προσχώρησαν στον Πέρση χωρίς να εξαναγκαστούν σε αυτό, όταν τα πράγματα αποκατασταθούν, θα δώσουν το δέκατο των αγαθών τους στον θεό των Δελφών». (Ζ, 132)


Η «ελληνική φυλή» λοιπόν είχε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα. Κάποιες πόλεις αποφάσισαν να πολεμήσουν τους Πέρσες, κάποιες αποφάσισαν να υποταχτούν, και κάποιες αμφιταλαντεύτηκαν, αλλάζοντας στην πορεία πλευρά. Εάν εφαρμόσουμε τη λογική του κ. Άδωνη στις πληροφορίες του Ηροδότου, τότε υπερήφανοι και «θεοί του πολέμου» οφείλουν να αισθάνονται σήμερα μόνο οι βέροι Αθηναίοι (δηλαδή ελάχιστοι), οι βέροι Σπαρτιάτες κλπ.

Αντίστοιχα, οι σημερινοί Θεσσαλοί, Θηβαίοι, νησιώτες κλπ. θα έπρεπε να ντρέπονται, και να χαρακτηριστούν (κατά την αδώνεια λογική πάντα) «οι κότες του πολέμου», μιας και αυτοί που κατοικούσαν στις περιοχές τους πριν από 2.500 χρόνια, έδωσαν «γη και ύδωρ» στους Πέρσες.

Κι ακόμα χειρότερα: Μεγάλη ντροπή θα έπρεπε να αισθανθούν και οι κάτοικοι της Μακεδονίας ξακουστής, του Αλεξάνδρου η χώρα, αφού ο τότε βασιλιάς της, ο Αμύντας, προτίμησε την υποταγή από την αντίσταση. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος:

«Όταν οι Πέρσες απεσταλμένοι έφτασαν στον Αμύντα και βρέθηκαν μπροστά του τού ζήτησαν γην και ύδωρ για τον βασιλιά Δαρείο. Ο Αμύντας το δέχτηκε και τους πρόσφερε την φιλοξενία του. Ετοίμασε πλούσιο δείπνο και τους δέχτηκε με μεγάλη φιλοφροσύνη» (Ε, 18).


Ένας από τους πυρήνες της ιδεολογίας του εθνικισμού, δηλαδή η «κληρονομική μεταβίβαση» ανδρείας, πολιτισμού κλπ. δεν αντέχει σε καμία λογική εξέταση. Η ιδεολογία αυτή είναι καταδικασμένη να πνιγεί στις αντιφάσεις της.

Και φυσικά η στάση των ελληνικών πόλεων οφείλει να εξεταστεί κάτω από το αυστηρό πρίσμα της ιστορικής έρευνας, κι όχι με νηπιακούς χαρακτηρισμούς τύπου «θεοί του πολέμου», «ανθέλληνες», «ελληνικά γονίδια» και άλλες ανοησίες.

Η στάση των Θεσσαλών, για παράδειγμα, δεν μπορεί να εξηγηθεί από το δίπολο ήρωας-προδότης:

«Οι Θεσσαλοί εμήδισαν στην αρχή από ανάγκη κι έδειξαν φανερά ότι δεν συμφωνούσαν με τις μηχανοραφίες των Αλευαδών [= Θεσσαλοί αριστοκράτες, που ακολουθούσαν φιλοπερσική πολιτική] (Ζ, 172).


Οι Θεσσαλοί, κατά τον Ηρόδοτο, ήταν πρόθυμοι να ενωθούν με τον στρατό των μαχόμενων Ελλήνων, αρκεί να στέλναν στρατό στη Θεσσαλία. Στείλαν οι άλλοι μεν, αλλά η δική τους στρατηγική τους επέβαλε να τον πάρουν πίσω, και να οχυρωθούν στον Ισθμό.

Έτσι λοιπόν,
«οι Θεσσαλοί, χωρίς συμμάχους πια, πήγαν ευθύς με το μέρος των Μήδων χωρίς κανένα δισταγμό, τόσο που κατά τις επιχειρήσεις φάνηκαν πάρα πολλοί χρήσιμοι στον βασιλιά» (Ζ, 174).


Η όποια στάση λοιπόν των ελληνικών πόλεων ήταν αποτέλεσμα υπολογισμού των υπέρ και των κατά, και των συμφερόντων τους. Οι Αθηναίοι, είχαν να διαλέξουν από τη μια την υποταγή μ’ ευνοϊκούς όρους, κι από την άλλη την ανεξαρτησία τους, με συντριβή στο ενδεχόμενο ήττας.

Προτίμησαν το δεύτερο. Η επιλογή τους δικαίως αξίζει το σεβασμό και το θαυμασμό όλης της ανθρωπότητας. Θαυμασμό όμως που αξίζει και απευθύνεται μόνο σ’ αυτούς. Σε κανέναν άλλο. Ούτε καν στα παιδιά τους (όσον αφορά το συγκεκριμένο γεγονός).

Διότι, αν θέλει κάποιος να αισθάνεται υπερήφανος, τότε οφείλει να κάνει κάτι ο ίδιος. Όχι όταν τον ρωτούν «τι έχεις προσφέρει στην ανθρωπότητα», να δείχνει με το δάχτυλο στο παρελθόν.

Παρακολουθώντας και συνομιλώντας στο ίντερνετ με ανθρώπους του εθνικιστικού χώρου, πολλοί από αυτούς (σαφώς όχι όλοι) «στολίζουν» με μύρια όσα κοσμητικά επίθετα και απειλές τους ιδεολογικούς αντιπάλους τους, καθώς και τις μάνες, αδερφές, θείες κλπ. Κι αυτό δυστυχώς συμβαίνει κάποιες φορές κι από την αντίθετη πλευρά. Εάν όμως οι πρώτοι αισθάνονται απόγονοι του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τους προτείνουμε να ανοίξουν τα βιβλία των αρχαίων, και να συγκρίνουν το ύφος και ήθος εκείνων με το δικό τους. Και να μας πουν μετά πόσες ομοιότητες βρήκαν.

Τελειώνοντας, να επισημάνουμε για μία ακόμη φορά ότι η ιστορία δεν μπορεί να εξηγηθεί με βιολογικούς όρους (ελληνικό DNA κλπ), ούτε το νόημα της ύπαρξής μας αποκτάται από ευκλεείς προγόνους. Κανείς μας δεν γεννιέται ανδρείος, φιλόσοφος, δημοκράτης. Μονάχα γίνεται. Κατόπιν μόχθου.

Οι αρχαίοι Έλληνες, όπως και κάθε άλλος αρχαίος λαός, όσο ζούσαν, ανήκαν στους εαυτούς τους. Τα έργα όμως που άφησαν, ανήκουν εξίσου σε όλη την ανθρωπότητα, και κανείς δεν έχει δικαίωμα να τα καπηλεύεται. Το αν, πάλι, αρκείται κανείς να αντλεί υπερηφάνεια από άλλους, είναι αναφαίρετο δικαίωμά του. Αρκεί να μη γενικεύει αστήρικτα (τουλάχιστον όχι για πολιτικούς-ιδεολογικούς λόγους). Και να μην παραχαράσσει.



Επίλογος:

Είναι καιρός να αντιδράσουμε σ’ αυτόν τον ανελέητο βιασμό που διαπράττει η ακροδεξιά ενάντια στην αρχαία ελληνική γραμματεία, και που το μόνο που καταφέρνει μακροπρόθεσμα είναι να τη μισήσουν οι νέες γενιές (θυμηθείτε το αποτέλεσμα από την ασέλγεια της χούντας πάνω στο υπέροχο σύμβολο του Φοίνικα).

Απέναντι στη μονόπλευρη και παραμορφωμένη εικόνα που προπαγανδίζουν, ζητάμε να ακουστεί και η φωνή της άλλης Ελλάδας.

Ζητάμε να δει επιτέλους η ακροδεξιά, αλλά να διδαχτούν και τα παιδιά μας στο σχολείο, ότι υπήρχαν και αρχαίοι Έλληνες που θεωρούσαν αμόρφωτους όσους παινεύονταν για την καταγωγή τους, μιας και ο καθένας κατάγεται από κάθε λογής προγόνους, Έλληνες και βάρβαρους. Που δεν είχαν πρόβλημα να παραδεχτούν ότι πολλοί Έλληνες ήταν κακοί, ενώ υπήρχαν και βάρβαροι πολιτισμένοι με θαυμάσια πολιτεύματα. Κι ότι θεωρούσαν λάθος το να χωρίζονται οι άνθρωποι σε Έλληνες και βαρβάρους, αλλά θα’πρεπε να χωρίζονται σε ενάρετους και κακούς.

Να μιλήσουμε και για αρχαίους που δίδασκαν ότι δεν πρέπει να ζούμε χωριστά ο καθένας στη χώρα του, αλλά να θεωρούμε όλους τους ανθρώπους συμπολίτες μας, και να ζούμε κοινή ζωή σε κοινό κόσμο. Κι αρχαίους που θέλαν να δουν όλους τους ανθρώπους να αναμειγνύονται μεταξύ τους, τα ήθη τους, ο τρόπος ζωής τους, και να θεωρούν πατρίδα τους την οικουμένη ολόκληρη!

Και τέλος, να τολμούμε να πούμε ότι κάθε γλώσσα πρέπει να έχει αναγκαστικά λέξεις και από ξένες γλώσσες. Άλλωστε κι η αρχαία ελληνική δεν ήταν ανόθευτη, αλλά μια χαρά δεχόταν ξένες λέξεις. Για παράδειγμα η λέξη «όφις», η οποία δεν είναι ελληνική. Μόνο η κατάληξή της είναι ελληνική, ενώ το οφ- είναι ξένο.

Και κλείνουμε με μια καλοπροαίρετη συμβουλή. Είναι καιρός η ακροδεξιά να σταματήσει να εξαπολύει απέναντι σε όσους διαφωνούν μαζί της χαρακτηρισμούς όπως "ανθέλληνες", "προδότες", θολοκουλτουριάρηδες" κλπ., διότι τέτοιοι χαρακτηρισμοί, εκτός από αβάσιμοι, καταντούν ορισμένες φορές και ντροπή για όποιον τις ξεστομίζει.
Κοινοποιήστε το στο..
 
Υποσέλιδο
Κορυφή